Όταν ένα άτομο αναρρώνει από την ανεμοβλογιά, συνήθως στην παιδική ηλικία, ο ιός του έρπητα ζωστήρα που την προκαλεί, παραμένει στο σώμα.
Στον έναν στους τρεις, ο ιός επανενεργοποιείται αργότερα στη ζωή του προκαλώντας συμπτώματα, όπως εξάνθημα ή φουσκάλες στη μία πλευρά του προσώπου, ή συνηθέστερα, μία «ζώνη» γύρω από την αριστερή ή τη δεξιά πλευρά του σώματος.
Κάποιοι έχουν ήπια φαγούρα ή μυρμήγκιασμα, ενώ άλλοι βιώνουν πολύ έντονο πόνο.
Το χειρότερο όμως, σύμφωνα με τους ειδικούς, είναι ότι ο ιός του έρπητα ζωστήρα συνδέεται, ακόμη και αφού περάσει καιρός μετά την υποχώρηση της οξείας φάσης της λοίμωξης, με αυξημένο κίνδυνο εγκεφαλικού.
Νέα μελέτη προσδιορίζει τον μηχανισμό που συνδέει τον έρπητα ζωστήρα και το εγκεφαλικό, ο οποίος αφορά τα προθρομβωτικά και προφλεγμονώδη εξωσώματα.
Προηγούμενες μελέτες έδειξαν ότι ο αυξημένος κίνδυνος εγκεφαλικού επεισοδίου παραμένει έως και ένα χρόνο μετά τα συμπτώματα του έρπητα ζωστήρα, τα οποία διαρκούν μερικές εβδομάδες.
Ο συγγραφέας της μελέτης, επίκουρος καθηγητής Δρ. Andrew Bubak στην Ιατρική Σχολή Anschutz του Πανεπιστημίου του Κολοράντο, σημειώνει ότι, ακόμη και αν τα συμπτώματα της μόλυνσης έχουν υποχωρήσει, αυτό δεν σημαίνει ότι «έχει ξεμπερδέψει» κανείς με την ασθένεια.
«Τα εξωσώματα μπορεί να συνεχίσουν να προκαλούν παθολογίες που θεωρούνται άσχετες και απομακρυσμένες από το σημείο της αρχικής μόλυνσης».
Τα εξωσώματα είναι κυστίδια που προέρχονται από κύτταρα που υπάρχουν σε όλα, σχεδόν, τα ευκαρυωτικά υγρά, όπως το αίμα, τα ούρα, και οι κυτταροκαλλιέργειες.
Είναι σαν μικροσκοπικoi σάκοι (30-150 νανομέτρων) που εκκρίνονται και απορροφώνται από τα κύτταρα. Μπορούν να μεταφέρουν το DNA, το RNA ή τις πρωτεΐνες από κύτταρο σε κύτταρο, επηρεάζοντας τη λειτουργία του κυττάρου-δέκτη.
Στην τρέχουσα μελέτη, οι ερευνητές εντόπισαν προθρομβωτικές -η θρόμβωση είναι η πήξη του αίματος- και φλεγμονώδεις πρωτεΐνες που ταξιδεύουν μέσω των εξωσωμάτων.
Οι ερευνητές εντόπισαν πρωτεΐνες που συνδέονται με την πήξη του αίματος, καθώς και με ενεργοποιημένα αιμοπετάλια, δηλαδή τα μοριακά δομικά στοιχεία των θρόμβων.
Οι ερευνητές ανέλυσαν το αίμα 13 ανθρώπων που είχαν διαγνωστεί με έρπητα ζωστήρα — πέντε άνδρες και οκτώ γυναίκες, με μέση ηλικία τα 62,1 έτη. Αντίστοιχα, δέκα άτομα χωρίς έρπητα ζωστήρα -πέντε άνδρες και πέντε γυναίκες μέσης ηλικίας 49,9 ετών- αποτέλεσαν την ομάδα ελέγχου.
Τα δείγματα αίματος από όσους είχαν έρπη, είχαν συλλεχθεί εντός μίας εβδομάδας από την εμφάνιση εξανθήματος ή φυσαλίδων και κανένας πάσχων δεν λάμβανε αντιιικά φάρμακα εκείνη τη στιγμή.
«Αν και πρόκειται για μικρή πιλοτική μελέτη, τα ευρήματα είναι πολύ ισχυρά και συνδέουν τη φάση της έξαρσης του έρπητα ζωστήρα με την προθρομβωτική κατάσταση και τις συνολικές διαφορές στο περιεχόμενο των εξωσωμάτων. Πιστεύω ότι αυτά τα πρώιμα ευρήματα υποδεικνύουν έναν μη αναγνωρισμένο μέχρι σήμερα μηχανισμό που δικαιολογεί μια πολύ μεγαλύτερη, διαχρονική μελέτη» είπε ο Δρ. Bubak
«Κάποιοι άνθρωποι έχουν επίμονο πόνο, ο οποίος μπορεί να διαρκέσει μήνες έως και χρόνια μετά τον έρπητα ζωστήρα (μεθερπητική νευραλγία), αλλά δεν γνωρίζουμε αν τα εξωσώματα αυτών των ατόμων διαφέρουν από αυτών που απαλλάσσονται πλήρως από τα αρχικά τους συμπτώματα», πρόσθεσε.
«Πιστεύω ότι μεγαλύτερες μελέτες θα απαντήσουν σε αυτό το ερώτημα, και θα αποκαλύψουν συγκεκριμένη περιεκτικότητα σε πρωτεΐνη που υπάρχει στα κυκλοφορούντα εξωσώματα που μπορούν τελικά να στοχευθούν για φαρμακολογική παρέμβαση», είπε.
Οι άνθρωποι που εμβολιάζονται έναντι του ιού του έρπητα ζωστήρα, δεν θα εμφανίσουν συμπτώματα, ούτε θα έχουν αυτά τα προφλεγμονώδη εξωσώματα.
Τα Κέντρα Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων (CDC) των ΗΠΑ, συνιστούν το εμβόλιο κατά του έρπη ζωστήρα μόνο σε όσους είναι άνω των 50 ετών και στους άνω των 19 ετών με εξασθενημένο ανοσοποιητικό σύστημα.
«Αν και δεν γνωρίζουμε πόσο καιρό τα εξωσώματα του πλάσματος παραμένουν παθογόνα, είναι λογικό να συζητήσετε τις συγκεκριμένες θεραπευτικές επιλογές με τον γιατρό σας εάν έχετε κοινούς παράγοντες κινδύνου εγκεφαλικού, όπως διαβήτη, υπέρταση, υπερλιπιδαιμία, είστε καπνιστές κλπ.», σημειώνει ο Δρ. Bubak.
Η μελέτη δημοσιεύτηκε στην επιστημονική επιθεώρηση The Journal of Infectious Diseases.
Πηγή