Ο καρκίνος μαστού παρουσιάζει καλή πρόγνωση και αποτελεί ιάσιμη νόσο σε πρώιμα στάδια.
Αυτό προϋποθέτει την έγκαιρη διάγνωση μέσα από προγράμματα προληπτικού ελέγχου, σε συνδυασμό με τη σωστή κλινική παρακολούθηση από απόλυτα εξειδικευμένο ιατρό μαστού.
Υπολογίζεται
ότι κατά τη διάρκεια ζωής μιας γυναίκας
η πιθανότητα εμφάνισης καρκίνου μαστού
φτάνει στο 12%-13%. Αυτό το ποσοστό αναφέρεται
στις γυναίκες μέσου κινδύνου που
αποτελούν και την πλειονότητα των
περιπτώσεων, δηλαδή στον λεγόμενο
σποραδικό καρκίνο. Υπάρχουν όμως και
άλλες πληθυσμιακές ομάδες, οι λεγόμενες
υψηλού κινδύνου, στις οποίες η πιθανότητα
εμφάνισης είναι αισθητά υψηλότερη και
συνεπώς, χρήζουν διαφορετικής και
εξατομικευμένης προσέγγισης.
Η πρόληψη στηρίζεται σε μια εξέταση απλή, μη επεμβατική, χαμηλού κόστους, υψηλής ευαισθησίας και ειδικότητας. Διαχωρίζεται σε πρωτογενή (π.χ. εμβόλια), δευτερογενή (π.χ. PSA για τον καρκίνο του προστάτη στους άνδρες) και τριτογενή (οποιαδήποτε μορφή θεραπείας μειώνει την πιθανότητα υποτροπής σε ασθενείς που έχουν διαγνωσθεί με καρκίνο).
Στον
καρκίνο του μαστού πρωτογενής πρόληψη
δεν υφίσταται. Συνιστάται αποφυγή
αλκοόλ, καπνίσματος και διατήρηση
φυσιολογικού βάρους.
Επιπρόσθετα, η μαστογραφία ως μέσο δευτερογενούς πρόληψης έχει αποδεδειγμένο όφελος. Μελέτες έχουν δείξει ότι η θνησιμότητα από καρκίνο μαστού έχει μειωθεί κατά 39% από το 1989 μέχρι το 2015. Αυτή η μείωση έχει αποδοθεί στην εφαρμογή της συστηματικής θεραπείας, καθώς και στα προγράμματα πληθυσμιακού προληπτικού ελέγχου με μαστογραφία.
Στην κλινική πράξη η χρήση μαθηματικών μοντέλων βοηθά στον υπολογισμό πιθανότητας εμφάνισης καρκίνου μαστού, καθώς και στην ταξινόμηση των ασθενών σε μέσου ή υψηλού κινδύνου. Το συνηθέστερο μοντέλο που χρησιμοποιείται είναι το modified Gail 2 model ή NCI Breast Cancer Risk Assessment Tool. Σημειώνεται ότι υπάρχουν και άλλα μαθηματικά μοντέλα
που χρησιμοποιούνται για τον καθορισμό
γυναικών υψηλού κινδύνου, ενώ είναι
επίσης σημαντική η γνώση της μετάλλαξης
γονιδίων BRCA1/2.
Σε επιλεγμένες περιπτώσεις (π.χ. πυκνοί μαστοί) ο έλεγχος πρέπει να συμπληρώνεται με υπερηχογράφημα μαστών. Επιπρόσθετα, η τρισδιάστατη ψηφιακή ανακατασκευή του μαστού (τομοσύνθεση) κερδίζει ολοένα και περισσότερο έδαφος στον προληπτικό έλεγχο γυναικών, ιδιαίτερα σε εκείνες με πυκνούς μαστούς. Η τομοσύνθεση φαίνεται να αυξάνει τη δυνατότητα εντοπισμού καρκίνου μαστού και να μειώνει τα ψευδώς αρνητικά αποτελέσματα της μαστογραφίας.
Προληπτικός έλεγχος
Για
ασθενείς μέσου κινδύνου ο προληπτικός
έλεγχος πραγματοποιείται με ετήσιο
έλεγχο μέσω ψηφιακής μαστογραφίας από
την ηλικία των 40 ετών. Η κλινική εξέταση
του μαστού πρέπει να γίνεται κάθε 3
χρόνια για γυναίκες 20-30 ετών και ετησίως
για τις άνω των 40.
Αντίθετα,
σε ασθενείς υψηλού κινδύνου (με
οικογενειακό ιστορικό, γενετική
προδιάθεση, ατομικό ιστορικό καρκίνου
μαστού κτλ.) ο προληπτικός έλεγχος
συνίσταται σε:
-
κλινική
εξέταση κάθε 6-12 μήνες από την ηλικία
των 25 ετών ή 10 χρόνια πριν από την ηλικία
εμφάνισης καρκίνου μαστού στο νεότερο
σε ηλικία συγγενικό πρόσωπο. -
ετήσιο
έλεγχο με MRI από τα 25 έτη και ετήσια
μαστογραφία από τα 30. -
υπερηχογράφημα
μαστών επί αδυναμίας διενέργειας MRI
και ως συμπληρωματική εξέταση για τη
μαστογραφία (πυκνοί μαστοί).
Οι
γυναίκες με υψηλό κίνδυνο για ανάπτυξη
καρκίνου του μαστού θα πρέπει να συζητούν
με τον γιατρό τους για τα οφέλη και τους
περιορισμούς της πρωιμότερης έναρξης
του ελέγχου με μαστογραφία, την ανάγκη
διεξαγωγής επιπλέον εξετάσεων (π.χ.
μαγνητική τομογραφία) ή και την αύξηση
της συχνότητας των εξετάσεων.
Ο
προληπτικός έλεγχος εκτός από τη βελτίωση
των ποσοστών επιβίωσης αυξάνει και την
πιθανότητα διατήρησης μαστού καθώς
δύναται να εντοπίσει μικρότερου μεγέθους,
μη ψηλαφητές βλάβες στο μαστό.
Γράφει
η
Ειρήνη Καρυδά
Χειρουργός
Μαστού
Διευθύντρια Κέντρου Μαστού
ΥΓΕΙΑ
Πηγή