Περίπου το 1,1 % των γυναικών θα διαγνωσθούν με καρκίνο των ωοθηκών σε κάποια στιγμή στη ζωή τους.
Ευτυχώς η θνητότητα μειώνεται κατά 2,8% κάθε έτος κατά τα τελευταία έτη.
Πιο συγκεκριμένα, η επιβίωση έχει επιμηκυνθεί αρκετά τα τελευταία έτη αφού η 5ετής επιβίωση που άγγιζε μόλις το 35% την προηγούμενη δεκαετία πλέον αφορά πάνω από 50% των ασθενών.
Η θεραπεία τoυ καρκίνου ωοθηκών στα αρχικά στάδια είναι χειρουργική με ολική υστερεκτομή μετά εξαρτημάτων, διερεύνηση όλης της κοιλίας, επιπλεκτομή, λεμφαδενεκτομή και κυτταρολογική εξέταση ασκιτικού υγρού.
Στις περισσότερες περιπτώσεις μετά το χειρουργείο ενδείκνυται η επικουρική θεραπεία με συνδυασμό πακλιταξέλης και καρβοπλατίνης. Ωστόσο, εάν η νόσος δεν είναι δυνατόν να εξαιρεθεί πλήρως από την αρχή, πλέον είναι δυνατή η εισαγωγική χημειοθεραπεία με βάση την πλατίνα και η χειρουργική αντιμετώπιση σε δεύτερο χρόνο με παρόμοια αποτελέσματα συνολικής επιβίωσης όπως έχει φανεί από μελέτες (CHORUS trial, EORTC 55971).
Συνεπώς, ασθενείς σταδίου III-IV που δεν είναι δυνατόν να επιτύχουν μέγιστη κυτταρομείωση κατά το πρωτογενές χειρουργείο υποβάλλονται σε τρεις κύκλους εισαγωγικής χημειοθεραπείας με βάση την πλατίνα και εν συνεχεία σε ενδιάμεση κυτταρομείωση (interval debulking).
Πλέον, μία σύγχρονη τεχνική που χρησιμοποιείται κατά τη διάρκεια του χειρουργείου είναι η τεχνική HIPEC (Hyperthermic Intraperitoneal Chemotherapy – διεγχειρητική υπέρθερμη ενδοπεριτοναϊκή χημειοθεραπεία) για την αποστείρωση της κοιλιάς από περιτοναϊκές εμφυτεύσεις μη ορατές με γυμνό μάτι. Κατά την τεχνική αυτή χορηγείται χημειοθεραπευτικό φάρμακο στην κοιλιά σε υψηλές θερμοκρασίες (42-43 βαθμοί Κελσίου) για διάρκεια 30-90 λεπτών αφού προηγουμένως έχει αφαιρεθεί όλη η μακροσκοπικά ορατή νόσος. Η τεχνική αυτή διενεργείται από κατάλληλα εκπαιδευμένους χειρουργούς και σε εξειδικευμένα κέντρα. Βάσει των κατευθυντήριων οδηγιών, η HIPEC έχει ένδειξη σε ασθενείς που έχουν λάβει εισαγωγική χημειοθεραπεία και υποβάλλονται σε ενδιάμεση κυτταρομείωση (IDS) ενώ διερευνάται και ο ρόλος της στη δεύτερη χειρουργική επέμβαση κατά την πρώτη υποτροπή.
Νέες θεραπευτικές εξελίξεις αποτελεί η θεραπεία με αναστολείς των PARP πρωτεϊνών που έχουν μέγιστο όφελος στους ασθενείς με μεταλλάξεις στα BRCA γονίδια και με έλλειψη στο σύστημα επιδιόρθωσης βλαβών του DΝA, τον ομόλογο ανασυνδυασμό (homologous recombination, HR).
Είναι πλέον γνωστό πως μία στις δύο γυναίκες με καρκίνο ωοθηκών παρουσιάζουν ανεπάρκεια του ομόλογου ανασυνδυασμού ενώ μία στις τέσσερεις γυναίκες θα φέρει μετάλλαξη στα γονίδια BRCA1/2 είτε κληρονομική είτε επίκτητη.
Μετά την ολοκλήρωση της πρώτης γραμμής χημειοθεραπείας με βάση την πλατίνα ενδείκνυται η χορήγηση θεραπείας συντήρησης με τους PARP αναστολείς Niraparib και Olaparib σε ασθενείς με προχωρημένο (σταδίου FIGO III και IV) υψηλού βαθμού κακοήθειας επιθηλιακό καρκίνο των ωοθηκών. Με βάση την μελέτη PAOLA-1, η θεραπεία συντήρησης με Olaparib σε συνδυασμό με αντιαγγειογενετική θεραπεία με bevacizumab έχει έγκριση ως θεραπεία συντήρησης μετά την πρώτη γραμμής θεραπείας σε ασθενείς με ανεπάρκεια του ομόλογου ανασυνδυασμού (Homologous Recombination Deficiency) είτε ως αποτέλεσμα μετάλλαξης BRCA1/2 είτε ως αποτέλεσμα γενωμικής αστάθειας.
Σε ασθενείς που φέρουν BRCA1/2 μετάλλαξη η θεραπεία συντήρησης με Olaparib έχει έγκριση ως μονοθεραπεία μετά το πέρας της πρώτης γραμμής θεραπείας με βάση την πλατίνα με βάση τη μελέτη SOLO-1.
Η θεραπεία συντήρησης με Niraparib έχει έγκριση σε όλες τις ασθενείς σταδίου FIGO III/IV ανεξαρτήτως ανεπάρκειας του ομόλογου ανασυνδυασμού με βάση τη μελέτη PRIMA που έδειξε όφελος στο συνολικό πληθυσμό.
Τέλος, μία νέα εξέλιξη στον καρκίνο ωοθηκών αποτελεί ένα νέο φάρμακο το mirvetuximab soravtansine, που αποτελεί ένα σύζευγμα αντισώματος-φαρμάκου (ADC) που στοχεύει έναν υποδοχέα στην επιφάνεια των καρκινικών κυττάρων. Το φάρμακο αυτό στοχεύει τον υποδοχέα του φολικού οξέος α (Folate receptor alpha, FRα) που αξιολογείται με ειδικό τεστ εγκεκριμένο από τον FDA.
Με βάση τη μελέτη Study 0417 το mirvetuximab soravtansine έλαβε επιταχυνόμενη έγκριση σε ασθενείς με πλατινοανθεκτική υποτροπή της νόσου και θετική έκφραση του υποδοχέα FRα. Το ποσοστό ανταπόκρισης στους ασθενείς αυτούς ήταν 31.7% ενώ η μέση διάρκεια ανταπόκρισης ήταν 6.9 μήνες.
Τα αποτελέσματα αυτά επιβεβαίωσε και η μελέτη MIRASOL που έδειξε όφελος τόσο ως προς το διάστημα ελεύθερο προόδου νόσου όσο και ως προς τη συνολική επιβίωση στους ασθενείς αυτούς έναντι της χημειοθεραπείας.
Πηγή: ΕΚΠΑ
Πηγή