Πέμπτη , 7 Νοέμβριος 2024

Κατάθλιψη… ή μήπως όχι;

Δεν είναι λίγοι εκείνοι που ακούμε καθημερινά να μας λένε «είμαι πεσμένος», «έχω τις μαύρες μου», «δεν έχω όρεξη αυτόν τον καιρό», «έχω κατάθλιψη».

Οι φίλοι, η οικογένειά μας, ακόμα και εμείς οι ίδιοι το νιώθουμε συχνότερα ή σπανιότερα ανά περιόδους. Από τη μία, οικονομικές και κοινωνικό-πολιτικές συνθήκες δημιουργούν αυτή τη στιγμή ένα κλίμα αβεβαιότητας και περιρρέουσας ανασφάλειας που διόλου καθησυχαστικό δεν είναι. Η κοινωνική αστάθεια, το κοινωνικό σύνολο, οι Άλλοι (το περιβάλλον μας δηλαδή), επηρεάζουν τη ματιά μας προς τον κόσμο και η διάθεσή μας κάποια στιγμή βάλλεται όσο δυνατοί και ψύχραιμοι κι αν ήμασταν ως τώρα. Από την άλλη, υπάρχει η εσωτερική ανασυγκρότηση, οι επιθυμίες και οι προσωπικές σκέψεις, βαθιά ριζωμένα σχήματα συναισθημάτων, σκέψεων και συμπεριφορών που αλληλεπιδρούν με τους Άλλους και πλέκουν το παζλ του εαυτού και της ζωής μας. Όλα τα παραπάνω διαπλέκονται μεταξύ τους και μεταβάλλονται διαρκώς.

Αισθάνομαι την ανάγκη να το εξηγήσω λίγο αυτό το τελευταίο. Αυτό που είμαστε και αυτό που νιώθουμε αλλάζει. Άλλοτε με πιο αργούς ρυθμούς και άλλοτε επιτακτικά, ξαφνικά, πιεστικά. Υπάρχει μια ρευστότητα στον ανθρώπινο ψυχισμό, μαγικά εντυπωσιακή και όμορφα περίπλοκη. Ωστόσο, αυτή η ρευστότητα σημαίνει ότι διαρκώς περίοδοι σταθερότητας στις οποίες είμαστε σίγουροι για όσα θέλουμε και έχουμε ανάγκη, νιώθουμε όμορφα με όσα λέμε και κάνουμε, νιώθουμε χαρούμενοι να καθαρίσουμε το σπίτι μας, να φροντίσουμε την εμφάνιση μας, να κάνουμε γυμναστική ή να γνωρίσουμε καινούριους ανθρώπους, έχουμε όρεξη να ξυπνήσουμε και να βγούμε έξω στον κόσμο προς ανακάλυψη και εξερεύνηση, θα εναλλάσσονται αναγκαστικά, υποχρεωτικά, από τη φύση του ίδιου του ανθρώπινου ψυχισμού και της λειτουργίας του με περιόδους εσωτερικής αναταραχής, αναθεώρησης της ζωής και των επιλογών μας, των σχεδίων και των σχέσεών μας οι οποίες αναπόφευκτα προκαλούν αναστάτωση, εκνευρισμό, ένα «Εγώ ποιος είμαι; Είμαι ικανοποιημένος από την πορεία που έχω πάρει στη ζωή μου και από τους ανθρώπους που έχω δίπλα μου; Είμαι ικανοποιημένος ή νιώθω πως κάτι μου λείπει;». Οι περίοδοι αυτές αποτελούν μεταβατικά στάδια που σε κομβικά ή μη σημεία της ζωής περνάμε όλοι. Τα στάδια αυτά, ακριβώς επειδή προοιωνίζουν συνήθως αλλαγές και δράσεις προς άλλες κατευθύνσεις στη ζωή μας, προκαλούν δυσφορία, αστάθεια και αβεβαιότητα. Παράλληλα, κατά τη διάρκειά τους αισθανόμαστε μελαγχολία, αδράνεια και θλίψη, νιώθουμε ότι η ζωή δεν έχει και πολύ νόημα και ότι εμείς δεν είμαστε ευτυχισμένοι, χάνουμε την όρεξη μας και η διάθεσή μας χαλάει.

Ακριβώς λοιπόν επειδή κάτι μας λείπει, κάτι δεν μας ικανοποιεί πια, μπαίνουμε σε αυτή τη διαδικασία της αλλαγής, η οποία συχνά δεν είναι καθόλου εύκολη, μήτε άμεση, αλλά είναι πολλά υποσχόμενη και μεταμορφωτική. Ο εαυτός χρειάζεται να πενθήσει το κομμάτι εκείνο που θα αφήσει πίσω, που θα απομακρύνει, που πια δεν τον γεμίζει ή τον εμποδίζει να βγει μπροστά, να ελευθερωθεί. Η αλλαγή δεν είναι μια απλή διαδικασία και το ίδιο ισχύει για την παραδοχή ότι ορισμένες πλευρές της ζωής μας δεν μας ικανοποιούν πια ή μας επιβαρύνουν. Το να αρχίσουμε όμως να δρούμε διαφορετικά προϋποθέτει να «απωλέσουμε» αυτές τις πλευρές ή να τις αναδιαμορφώσουμε με κάποιο τρόπο. Κάθε απώλεια πονάει, «κάτι που μέχρι τώρα είχα συνηθίσει, με βόλευε, με έκανε να νιώθω καλά, πια με περιορίζει, με σταματάει, με αφήνει στη μοναξιά, με κάνει να αισθάνομαι δυσφορία, και γι’ αυτό πρέπει να το αλλάξω, να απομακρυνθώ και μαζί να αφήσω και αυτό το αίσθημα ασφάλειας του γνωστού. Θλίβομαι όμως και λυπάμαι που αφήνω και χάνω κάτι που με συντρόφευε, κάτι που αποτελεί κομμάτι μου, μέρος της ταυτότητας μου, του κόσμου μου, με πονάει».

Όμως η παραπάνω διαδικασία συμβαίνει είτε το θέλουμε είτε όχι. Όταν αγνοούμε συστηματικά πώς νιώθουμε και τι χρειαζόμαστε εμείς και ξεχνάμε εντελώς να μας φροντίσουμε, η υπενθύμιση θα γίνει μέσα από το σώμα μας με ενοχλήματα όπως ταχυπαλμίες, ημικρανίες και πονοκεφάλους, εντερική δυσλειτουργία, πόνους στο στομάχι, δερματοπάθειες, μυϊκούς σπασμούς, έντονο στρες, αϋπνίες (είτε με δυσκολία να μας πάρει ο ύπνος είτε να ξυπνάμε μέσα στο βράδυ συχνά και αδικαιολόγητα). Και φυσικά στη διάθεσή μας, την «καταθλιπτική» μας διάθεση· δεν έχουμε όρεξη για φαγητό ή σεξουαλική επαφή, νιώθουμε θλιμμένοι, απογοητευμένοι, άκεφοι, κουρασμένοι και ανίσχυροι. Λειτουργούμε μηχανικά λόγω υποχρεώσεων, εργασιακών, οικονομικών και προσωπικών που δεν είναι δυνατόν να παραμεληθούν.

Όλα τα παραπάνω συχνά οι άνθρωποι τα ονομάζουν κατάθλιψη, σπεύδουν να πάνε στον γιατρό-ψυχίατρο, με έναν αρχαϊκό, παράξενο φόβο, πρόθυμοι να δεχτούν φάρμακα για να «γίνουν και πάλι καλά» γρήγορα, εύκολα και χωρίς αντίκτυπο, σαν να είχαν κοινή γρίπη ή κρυολόγημα.

Υπάρχει όμως μια εξαιρετικά ζωτικής σημασίας διάκριση. Η κατάθλιψη, η κλινική κατάθλιψη ως συναισθηματική διαταραχή που χρήζει ψυχιατρικής παρακολούθησης και φαρμακευτικής αγωγής, και αυτό είναι απαράβατος κανόνας, περιλαμβάνει πολύ συγκεκριμένα χαρακτηριστικά και συμπτώματα τα οποία ναι μεν ομοιάζουν στη φύση με όσα αναφέραμε, αλλά έχουν πολύ καθορισμένα όρια. Συγκεκριμένα, η κατάθλιψη χρειάζεται ένα σημαντικό μέρος των παρακάτω για διάστημα μεγαλύτερο των 2 συνεχόμενων εβδομάδων:

– Καταθλιπτική διάθεση (το μεγαλύτερο μέρος της μέρας/κάθε μέρα)

– Απώλεια ευχαρίστησης και αδιαφορία για δραστηριότητες που πριν με ευχαριστούσαν

– Μείωση/αύξηση της όρεξης για φαγητό

– Αϋπνία/υπερυπνία (υπερβολική ανάγκη να μένω στο κρεβάτι, να κοιμάμαι)

– Το να νιώθω συνεχώς κουρασμένος και να μην έχω ενέργεια

– Να είμαι πολύ νωθρός, σε επιβράδυνση

– Μειωμένη ικανότητα συγκέντρωσης/προσοχής και αναποφασιστικότητα

– Αισθήματα βαθιάς ανικανότητας, απελπισίας και απόγνωσης με σκέψεις ενοχής, αναξιότητας και ιδέες να κάνω κακό στον εαυτό μου

– Σκέψεις/ιδέες ή και πράξεις αυτοκαταστροφικές

– Παραμέληση της φροντίδας του εαυτού και αδιαφορία για την εξωτερική εμφάνιση

2

Το πιο σπουδαίο απ’ όλα, το οποίο θεωρείται από κάθε ειδικό ψυχικής υγείας απαραίτητο κριτήριο, είναι η λειτουργικότητα του ατόμου. Η λειτουργικότητα αφορά την ικανότητα κάποιου να ανταποκρίνεται με μεγαλύτερη ή μικρότερη ευκολία και επάρκεια στους διάφορους τομείς της ζωής του (εργασία, προσωπική και κοινωνική ζωή, καθημερινότητα και αυτό-φροντίδα) και τον βαθμό που είναι σε θέση να το κάνει. Όταν πάσχουμε από κατάθλιψη η ικανότητά μας αυτή βάλλεται σοβαρά.

Επίσης, η κατάθλιψη έχει και βιολογικές συνιστώσες, με ανισορροπία στη νευροδιαβιβαστική λειτουργία του εγκεφάλου και στο ορμονικό σύστημα. Για τον λόγο αυτόν χρειάζεται και φαρμακευτική αγωγή προκειμένου να αποκατασταθεί η δυσλειτουργία.

Η κλινική κατάθλιψη:

Δεν είναι:

– περαστικό συναίσθημα

– σημάδι προσωπικής αδυναμίας

Όσοι πάσχουν από κατάθλιψη δεν μπορούν από μόνοι τους να διορθώσουν την κατάσταση, ούτε να αισθανθούν καλύτερα.

Αν, λοιπόν, παρατηρήσουμε την παραπάνω συμπτωματολογία σε κάποιο κοντινό μας πρόσωπο ή σε εμάς, καλό θα ήταν να απευθυνθούμε άμεσα σε έναν ειδικό ψυχικής υγείας.

Αντίθετα, είναι πολύ σημαντικό να κατανοήσουμε ότι είναι απόλυτα φυσιολογικό, σύνηθες και πανανθρώπινο το συναίσθημα της θλίψης που μας υποκινεί η απώλεια αγαπημένων ανθρώπων, ερωτικών συντρόφων ή κατοικίδιων ζώων που συνάψαμε δεσμούς, η ματαίωση μιας προσδοκίας ή επιθυμίας μας για κάτι που θέλαμε βαθιά, η αποτυχία μας σε κάτι που δεν καταφέραμε, η απόλυση από την εργασία μας ή μια ασθένεια, μεταξύ άλλων. Την ίδια στιγμή, εξίσου φυσιολογικό είναι να βιώνουμε θλίψη και μελαγχολία όταν είμαστε σε διαδικασία να αλλάξουμε πράγματα στη ζωή μας που δεν μας ευχαριστούν ή δεν μας ταιριάζουν πια. Όλες αυτές οι καταστάσεις είναι δύσκολες, επώδυνες και χρειάζονται χρόνο για να επουλωθούν και να νιώσουμε δυνατοί, αποφασισμένοι και σε θέση να διεκδικήσουμε ξανά τη ζωή μας.

Συχνά και πολλές φορές δεν είναι εύκολο να αναζητήσουμε βοήθεια, φοβόμαστε ή παραβλέπουμε τις ανάγκες και τα συναισθήματά μας, με αποτέλεσμα να επηρεάζεται η ζωή μας και εμείς οι ίδιοι να επιβαρυνόμαστε περισσότερο. Είναι πολύ σημαντικό να απευθυνθούμε σε έναν ψυχολόγο, ειδικά αν δυσκολευόμαστε ιδιαίτερα να ξεπεράσουμε αρνητικές καταστάσεις και τα δυσφορικά συναισθήματα που αυτές μας προκαλούν. Η επίσκεψη στον ψυχολόγο αποτελεί ένα σημαντικό βήμα για να φροντίσουμε εμάς και να αρχίσουμε να σπάμε τον κύκλο της αβοηθησίας, του αισθήματος του αποπροσανατολισμού και κυρίως της μοναξιάς. Ο ψυχολόγος θα μας δώσει τα εφόδια να αναγνωρίσουμε τα γιατί και να αντιμετωπίσουμε όσα μας συμβαίνουν, με κατανόηση και γενναιότητα.

3

Κλείνοντας, είναι προτιμότερο να αναζητήσουμε πρωτίστως έναν ψυχολόγο, ο οποίος είναι σε θέση να αξιολογήσει τις ανάγκες και την ποιότητα της έντασης των συναισθημάτων μας και να μας καθοδηγήσει εκείνος σε περαιτέρω ψυχιατρική εκτίμηση, εάν και εφόσον το κρίνει απαραίτητο, παρά να στραφούμε σε ιατρικές-φαρμακευτικές αγωγές οι οποίες θα είναι φαινομενικά αποτελεσματικές αλλά θα θάψουν τις δυσκολίες μας βαθύτερα για να επανέλθουν αργά ή γρήγορα να μας ταλαιπωρήσουν ξανά.

Ας μας φροντίσουμε. Το αξίζουμε.

Καράλη Πένυ, Ψυχολόγος
penykarali@windowslive.com

Βιβλιογραφία

1. Ουλής Π., Εγχειρίδιο Κλινικής Ψυχοπαθολογίας (δεύτερη έκδοση, αναθεωρημένη). Ιατρικές εκδόσεις ΒΗΤΑ, Αθήνα, 2010

2. Saddock B.J., Saddock V.A., Εγχειρίδιο Κλινικής Ψυχιατρικής (τρίτη έκδοση). Ιατρικές εκδόσεις Λίτσας, 2007

3. Young , J., Klosko J., Weishaar M., Θεραπεία Σχημάτων: Ένας οδηγός για το Θεραπευτή (επιστημονική επιμέλεια: Γρηγόρης Σίμος). Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα, 2008


Πηγή