Πολλά είναι τα είδη των τεστ που υπάρχουν για τον SARS-COV-2 και το καθένα έχει συγκεκριμένο ρόλο.
Κάποια διαπιστώνουν εάν ο άνθρωπος νοσεί, άλλα εκτιμούν το ποσοστό του πληθυσμού που έχει προσβληθεί από τον κορονοϊό, άλλα δεν ανιχνεύουν μόνο αντισώματα, αλλά μετρούν και την αποτελεσματικότητα τους κατά του ιού.
Ας τα δούμε αναλυτικά όπως τα παρουσιάζει το Αθηναϊκό-Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων.
Τεστ RT-PCR ή μοριακά τεστ
Αυτά τα ιολογικά τεστ χρησιμοποιούνται από την έναρξη της επιδημίας και είναι διαγνωστικά, διαπιστώνουν δηλαδή εάν ένας άνθρωπος νοσεί την ώρα που πραγματοποιείται το τεστ.
Στα τεστ αυτά βασίζεται η στρατηγική που εφαρμόζεται στην Νότια Κορέα, που θεωρείται υπόδειγμα στην αντιμετώπιση της επιδημίας: μαζικά τεστ, καραντίνα για τα θετικά περιστατικά, ιχνηλάτηση των επαφών των προσβεβλημένων ατόμων για να υποβληθούν με την σειρά τους σε τεστ.
Για τον λόγο αυτό η ικανότητα των χωρών να πραγματοποιήσουν ικανό αριθμό διαγνωστικών τεστ αποτελεί αποφασιστικό κριτήριο για την επιτυχή έξοδο από την καραντίνα.
Η τεχνική που χρησιμοποιείται ονομάζεται RT-PCR και είναι μέθοδος ανίχνευσης του γονιδιώματος του κορονοϊού. Για να γίνει αυτό, αναζητείται ο ιός στα εκκρίματα του ασθενούς. Λαμβάνεται από την μύτη και σε ορισμένες χώρες από την στοματική κοιλότητα.
Η λήψη μπορεί να γίνει σε εργαστήριο, σε νοσοκομείο ή και στο αυτοκίνητο. Τα αποτελέσματα βγαίνουν σε λίγες ώρες. Η τεχνική είναι αξιόπιστη, αλλά η λήψη πρέπει να γίνει σωστά, διαφορετικά η διάγνωση δεν είναι ακριβής.
Αλλος παράγοντας σφάλματος είναι η χρονική στιγμή λήψης του υλικού. Αν ένας ασθενής περάσει πρόωρα το τεστ, κατά την διάρκεια της επώασης, ή στην τελευταία φάση της ασθένειας, το ιικό φορτίο μπορεί να μην είναι αρκετό για να ανιχνευθεί.
Εκτιμάται ότι τα ψευδή αρνητικά τεστ φθάνουν το 30%, δηλαδή σε 3 ασθενείς στους 10.
Ορολογικά τεστ
Τα τεστ αυτά, για τα οποία αρκεί η λήψη αίματος, δεν έχουν τον ίδιο στόχο με τα μοριακά τεστ. Σκοπός τους είναι να εξακριβωθεί εκ των υστέρων εάν ένα άτομο έχει εκτεθεί στον ιό ανιχνεύοντας τα αντισώματα που έχουν αναπτυχθεί στον οργανισμό (την απόκριση του ανοσοποιητικού συστήματος).
Εδώ και λίγες εβδομάδες, οι διεθνείς υγειονομικές αρχές είχαν επενδύσει σε αυτά τα τεστ για τον εντοπισμό των ατόμων που έχουν αναπτύξει ανοσία και κατά συνέπεια μπορούν να βγουν από την καραντίνα.
Αλλά, οι ελπίδες αυτές μετριάσθηκαν σημαντικά: δεν είναι ακόμη γνωστό εάν τα άτομα που έχουν εκτεθεί στον νέο κορονοϊό αποκτούν ανοσία και προστατεύονται κατά μίας μόλυνσης. Και ακόμη και αν αυτή η ανοσία υφίσταται, είναι αδύνατον να πει κανείς για πόσο χρονικό διάστημα διαρκεί.
Για τον λόγο αυτόν ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας απέρριψε το Σάββατο το μέτρο της έκδοσης «πιστοποιητικού ανοσίας». Άλλο πρόβλημα είναι ότι η αξιοπιστία των τεστ αυτών δεν είναι ακόμη αποδεδειγμένη.
Όταν θα αποκατασταθούν τα ζητήματα αυτά, τα ορολογικά τεστ θα επιτρέπουν την διαμόρφωση της εικόνας της επιδημίας επιτρέποντας τον προσδιορισμό του ποσοστού του πληθυσμού που έχει εκτεθεί στον ιό.
Με τον στόχο αυτόν, πολλές χώρες έχουν ξεκινήσει επιδημιολογικές έρευνες βασισμένες σε ορολογικά τεστ: εξετάζονται αντιπροσωπευτικά δείγματα του πληθυσμού, όπως στις δημοσκοπήσεις.
Ο προσδιορισμός του ποσοστού του πληθυσμού που έχει μολυνθεί από τον ιό θα επιτρέψει και την αποκατάσταση του πραγματικού ποσοστού θνητότητας, το οποίο σήμερα βασίζεται μόνο σε εκτιμήσεις.
Υπάρχουν δύο κατηγορίες ορολογικών τεστ: τα τεστ που βασίζονται σε μεθόδους όπως η τεχνική Elisa και πραγματοποιούνται αποκλειστικά σε βιολογικά εργαστήρια και τα ταχέα τεστ (rapid test) που πραγματοποιούνται εντός ή και εκτός εργαστηρίου από επαγγελματία της υγείας ή και από τον ίδιο τον εξεταζόμενο με λήψη μίας σταγόνας αίματος από το δάκτυλο (η αξιοπιστία τους αμφισβητείται).
Τεστ ανοσολογικής απόκρισης
Τα τεστ αυτά είναι επίσης ορολογικά τεστ, αλλά δεν ανιχνεύουν μόνο την παρουσία αντισωμάτων, αλλά μετρούν και την αποτελεσματικότητα των αντισωμάτων αυτών κατά του ιού.
Στην Γαλλία, το Ινστιτούτο Παστέρ έχει αναπτύξει δύο τέτοια τεστ.
«Το ένα χρησιμοποιεί τον αληθινό ιό, άρα είναι δύσκολα διαχειρίσιμο και προορίζεται αποκλειστικά για εργαστήρια βαθμού ασφαλείας P3. Το άλλο χρησιμοποιεί έναν μη μολυσματικό ψευδοϊό, που είναι εύκολα διαχειρίσιμος», εξηγεί ο Olivier Schwartz, υπεύθυνος του τμήματος Ιών και Ανοσίας του Ινστιτούτου Παστέρ.
Αυτό το είδος των τεστ δεν βρίσκονται σήμερα παρά σε ερευνητικό στάδιο και απέχουν πολύ από την ευρεία χρήση τους.
Πηγή