Ένα κοινό φάρμακο που χρησιμοποιείται στην αναισθησία θα μπορούσε να συμβάλλει στη μείωση της πίεσης στο εσωτερικό του κρανίου παιδιών με τραυματικές εγκεφαλικές κακώσεις, σύμφωνα με τα ευρήματα νέας μελέτης.
Η κεταμίνη, ένα φάρμακο που χρησιμοποιείται για στην αναισθησία από τη δεκαετία του 1970, παραδοσιακά αποφεύγεται σε ασθενείς με κρανιοεγκεφαλικές κακώσεις λόγω παλαιότερων μελετών που είχαν συνδέσει τη χρήση της με αύξηση της πίεσης στο εσωτερικό του κρανίου, γνωστή ως ενδοκρανιακή πίεση (ICP).
Νεότερες μελέτες έδειξαν το αντίθετο, δήλωσε ο επικεφαλής συγγραφέας Michael Wolf, επίκουρος καθηγητής Παιδιατρικής και Νευρολογικής Χειρουργικής και διευθυντής στο Νοσοκομείο Παίδων Monroe Carell Jr. στο Vanderbilt των ΗΠΑ.
Ο Wolf και οι συνεργάτες του επανεξέτασαν τις επιδράσεις της κεταμίνης στην ενδοκρανιακή πίεση παιδιών που νοσηλεύονταν στην Παιδιατρική Μονάδα Εντατικής Θεραπείας με σοβαρή κρανιοεγκεφαλική κάκωση. Ανέλυσαν δεδομένα 33 ασθενών ηλικίας 1 μήνα έως 16 ετών, 22 εκ των οποίων έλαβαν κεταμίνη ως μέρος ενός θεραπευτικού πρωτοκόλλου.
«Διαπιστώσαμε ότι η κεταμίνη όχι μόνο δεν αυξάνει την ενδοκρανιακή πίεση, αλλά ότι σε ορισμένες περιπτώσεις μπορεί και να την μειώσει», είπε ο Wolf.
«Τα παιδιά με σοβαρή κρανιοεγκεφαλική κάκωση κινδυνεύουν να πεθάνουν ή να υποστούν μακροχρόνιες νευρολογικές διαταραχές, όπως δυσκολία στο περπάτημα και την ομιλία. Τις κρίσιμες ημέρες μετά τον αρχικό τραυματισμό τους, εστιάζουμε στην ελαχιστοποίηση της βλάβης στον εγκέφαλό τους, στην πρόληψη και τη θεραπεία της υψηλής ενδοκρανιακής πίεσης».
«Παρά τις δεκαετίες έρευνας, οι θεραπευτικές μας επιλογές παραμένουν περιορισμένες σε φάρμακα και τεχνικές. Αυτή η μελέτη μπορεί να δώσει το πράσινο φως στη χρήση ενός παλιού φαρμάκου που θα μπορούσε να μας βοηθήσει να συνεχίσουμε να βελτιώνουμε την προσέγγισή μας στη φροντίδα αυτών των ευάλωτων παιδιών. Στο μέλλον, σχεδιάζουμε να μελετήσουμε τις επιδράσεις της κεταμίνης σε μεγαλύτερο αριθμό παιδιών με εγκεφαλικό τραύμα, συνεργαζόμενοι με συναδέλφους σε άλλα νοσοκομεία παίδων», είπε ο Wolf.
Τα ευρήματα δημοσιεύτηκαν στην επιστημονική επιθεώρηση Critical Care Medicine.
Πηγή