Το λέμφωμα είναι μια αιματολογική κακοήθεια που προσβάλλει το λεμφικό σύστημα, δηλαδή τους λεμφαδένες. Μπορεί να προσβάλει επίσης τον σπλήνα και τον μυελό των οστών, καθώς και άλλα όργανα, όπως είναι το στομάχι, το έντερο, ο πνεύμονας, ο εγκέφαλος και τα οστά.
Πρέπει να τονίσουμε ότι, ανεξάρτητα από το στάδιο ή την επιθετικότητά του, το λέμφωμα δεν συμπεριφέρεται όπως ο καρκίνος με την έννοια της μετάστασης, γι’ αυτό και σε γενικές γραμμές θεωρείται «ιάσιμo» νόσημα.
Υπάρχουν δύο κατηγορίες λεμφωμάτων: το λέμφωμα Hodgkin και το μη-Hodgkin λέμφωμα
Τα μη-Hodgkin λεμφώματα, ανάλογα με την κλινική τους πορεία, διακρίνονται στα χαμηλής κακοήθειας ή βραδέως εξελισσόμενα και στα υψηλής κακοήθειας ή επιθετικά λεμφώματα. Είναι η πιο συχνή αιματολογική κακοήθεια στους ενήλικες. Προσβάλλονται συχνότερα οι άντρες από τις γυναίκες και εμφανίζονται πιο συχνά σε ασθενείς μέσης ή προχωρημένης ηλικίας, σε αντίθεση με το λέμφωμα Hodgkin, που προσβάλλει πιο συχνά παιδιά, εφήβους και νέους ενήλικες.
Ποιοι είναι οι προδιαθεσικοί παράγοντες;
Ως πιθανοί προδιαθεσικοί παράγοντες για την ανάπτυξή τους θεωρείται ο ιός Epstein-Barr, ο ιός HTLV-1, το ελικοβακτηρίδιο του πυλωρού, η ηπατίτις C, καθώς και ασθενείς με ανοσοκαταστολή.
Ποια είναι τα συμπτώματα;
Κύρια εκδήλωση της νόσου είναι η διόγκωση ενός ψηλαφητού λεμφαδένα ή ομάδας λεμφαδένων με την παρουσία ή όχι συνοδών συστηματικών συμπτωμάτων, όπως είναι πυρέτιο ή πυρετός, νυχτερινές εφιδρώσεις, απώλεια βάρους ή κνησμός. Μπορεί, όμως, το λέμφωμα να μιμηθεί οποιοδήποτε παθολογικό νόσημα χωρίς ειδικά χαρακτηριστικά.
Διάγνωση – Σταδιοποίηση
Η διάγνωση θα γίνει με τη χειρουργική αφαίρεση και τη βιοψία του διογκωμένου λεμφαδένα ή τη βιοψία του προσβεβλημένου οργάνου. Ακολουθεί η σταδιοποίηση της νόσου, που περιλαμβάνει ολόσωμες αξονικές τομογραφίες, βιοψία μυελού, μοριακό έλεγχο ανάλογα με τον τύπο του λεμφώματος και PET-CT για τα λεμφώματα υψηλής κακοήθειας και το λέμφωμα Hodgkin.
Ποιες είναι οι θεραπευτικές προσεγγίσεις;
Οι θεραπευτικές προσεγγίσεις των κακοήθων λεμφωμάτων είναι η χημειοθεραπεία, η ανοσοθεραπεία και η ακτινοβολία. Οι ασθενείς που διαγιγνώσκονται νωρίς και λαμβάνουν θεραπεία σε αρχικά στάδια της νόσου έχουν περισσότερες πιθανότητες να γίνουν καλά και λιγότερες πιθανότητες να εμφανίσουν υποτροπές.
Για το λέμφωμα Hodgkin και ιδίως για τον κλασικό τύπο η επίτευξη ίασης κυμαίνεται στο 75-80% με την κλασική χημειοθεραπεία, με ή χωρίς ακτινοβολία, ανάλογα με το στάδιο της νόσου και την παρουσία ογκόμορφης νόσου. Το 20-25% των ασθενών που θα εμφανίσουν υποτροπή ή ανθεκτική νόσο θα υποβληθούν σε αποτελεσματική ανοσοθεραπεία, ενώ επί αστοχίας και αυτής θα υποβληθούν σε μεταμόσχευση μυελού.
Για τα μη-Hodgkin λεμφώματα χαμηλής κακοήθειας που αφορούν άτομα μεγάλης ή μέσης ηλικίας, ο στόχος της θεραπείας δεν είναι η εκρίζωση της νόσου, αλλά η επιμήκυνση της επιβίωσης και η βελτίωση της ποιότητας ζωής τους. Ο συνδυασμός ανοσοθεραπείας και χημειοθεραπείας έχει φέρει θεαματικά αποτελέσματα.
Για τα υψηλής κακοήθειας Β-λεμφώματα, επίσης, ο συνδυασμός ανοσοθεραπείας και χημειοθεραπείας είναι εντυπωσιακά αποτελεσματικός, με το 60% περίπου των ασθενών να ιώνται. Για τους ασθενείς με υποτροπιάζουσα ανθεκτική νόσο δοκιμάζονται συνδυασμοί ανοσοθεραπείας με μονοκλωνικά αντισώματα, ενώ τα τελευταία χρόνια έχει προστεθεί στους θεραπευτικούς χειρισμούς η επαναστατική προσέγγιση με τα CAR T – λεμφοκύτταρα.
Η διαδικασία συνίσταται στην αφαίρεση κυττάρων του ανοσοποιητικού συστήματος του ασθενούς, τα οποία τροποποιούνται γενετικά με σκοπό να αναγνωρίζουν τα παθολογικά λεμφωματικά κύτταρα και να τους επιτίθενται. Το είδος αυτό της θεραπείας δημιουργείται για κάθε ασθενή.
Τα τελευταία χρόνια έχουν γίνει σημαντικά βήματα στη θεραπευτική αντιμετώπιση των κακοήθων λεμφωμάτων, με αποτέλεσμα η πλήρης «ίαση» αυτών να είναι γεγονός.
Γράφει
η
Ευφημία
Βρακίδου
Αιματολόγος,
Διευθύντρια
Ιατρικής Υπηρεσίας YΓΕΙΑ
Πηγή