Νέες αμφιβολίες για την ασφάλεια των ηλεκτρονικών τσιγάρων, την οποία διαφημίζουν οι κατασκευαστές τους, δημιουργεί νέα αμερικανική επιστημονική έρευνα, η οποία διαπιστώνει πως τα χημικά που προσδίνουν διάφορες γεύσεις συνδυάζονται με τους διαλύτες των υγρών, παράγοντας έτσι νέες τοξικές χημικές ουσίες, οι οποίες ερεθίζουν τους πνεύμονες, πυροδοτώντας βιολογικές αντιδράσεις με πιθανό τελικό αποτέλεσμα τα αναπνευστικά και καρδιαγγειακά προβλήματα.
Οι ερευνητές, με επικεφαλής τον αναπληρωτή καθηγητή φαρμακολογίας και βιολογίας του καρκίνου Σβεν-Έρικ Τζορντ της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Ντιουκ της Β.Καρολίνα, που έκαναν τη σχετική ανακοίνωση στο ψηφιακό (λόγω κορονοϊού) διεθνές συνέδριο της Ευρωπαϊκής Πνευμονολογικής Εταιρείας, βρήκαν στα εργαστηριακά πειράματα τους για πρώτη φορά ότι ακόμη και μικρές συγκεντρώσεις των νεοδημιουργημένων χημικών προκαλούν θάνατο των κυττάρων στην επιφάνεια των βρόγχων των πνευμόνων.
«Οι βρόγχοι εκτίθενται στον ατμό των ηλεκτρονικών τσιγάρων, όταν ο χρήστης τον εισπνέει στους πνεύμονες του. Παρατηρήσαμε συστηματικά ότι τα νέα χημικά που σχηματίζονται από τα χημικά των γεύσεων και των διαλυτών, είναι πιο τοξικά από τις μητρικές ουσίες τους», δήλωσε ο δρ Τζορντ, όπως μεταδίδει το ΑΜΠΕ.
Παρατηρήθηκε, επίσης, ότι οι νέες ουσίες ενεργοποιούν τους υποδοχείς στις απολήξεις των νεύρων των βρόγχων (TRPV1 και TRPA1), οι οποίοι ευθύνονται για διάφορες φλεγμονώδεις αντιδράσεις. Σύμφωνα με τους ερευνητές, «η ενεργοποίηση αυτών των υποδοχέων μπορεί να αυξήσει τους παλμούς της καρδιάς και, σε ανθρώπους με προδιάθεση, να οδηγήσει σε καρδιακή αρρυθμία και υπέρταση. Ακόμη μπορεί να αυξήσει τις εκκρίσεις στη ρινική οδό και στους αεραγωγούς των πνευμόνων, οδηγώντας σε βήχα και αναπνευστικές δυσκολίες».
«Είναι η πρώτη φορά που δείχνεται ότι αυτά τα νέα χημικά που σχηματίζονται στα υγρά των ηλεκτρονικών τσιγάρων, μπορούν να κάνουν ζημιά και να καταστρέψουν τα κύτταρα των πνευμόνων. Παρόλο που σε ορισμένες περιπτώσεις πάνω από το 40% των χημικών που προσδίνουν γεύση, μετατρέπονται σε νέες χημικές ουσίες μέσα στα ηλεκτρονικά τσιγάρα, σχεδόν τίποτε δεν ήταν γνωστό για την τοξικότητα τους έως τώρα», τόνισε ο Τζορντ.
Οι ερευνητές επεσήμαναν την ανάγκη οι κατασκευαστές ηλεκτρονικών τσιγάρων να ανακοινώνουν όλες τις χημικές ουσίες πάνω στα προϊόντα τους – όχι μόνο τα αρχικά χημικά, αλλά και αυτά που παράγονται από την κατοπινή ανάμιξη τους.
«Τα ευρήματα μας», ανέφερε ο Τζορντ, «δείχνουν ότι τα ηλεκτρονικά τσιγάρα απελευθερώνουν ασταθή χημικά μίγματα που περιέχουν μια μεγάλη ποικιλία χημικών προϊόντων με απρόσμενες τοξικολογικές ιδιότητες. Οι ρυθμιστικές αρχές πρέπει να ενημερωθούν ότι αυτές οι ουσίες μπορούν να σχηματιστούν, έτσι ώστε να ξεκινήσουν τοξικολογικές μελέτες για να αξιολογήσουν την ασφάλεια τους. Μόλις γίνουν γνωστά τα επίπεδα τοξικότητας, οι αρχές θα μπορούν πλέον να αξιολογήσουν το επίπεδο κινδύνου για την υγεία από τα ηλεκτρονικά τσιγάρα και να εκδώσουν συστάσεις προς τους κατασκευαστές, ώστε να μειώσουν τις συγκεντρώσεις, προκειμένου να μετριάσουν τους κινδύνους σε αποδεκτά επίπεδα».
Πηγή