Η νευροπάθεια είναι βλάβη των νεύρων που προκαλεί μούδιασμα και πόνο στα πόδια και τα χέρια.
Αν και πρόκειται για μια ευρέως διαδεδομένη διαταραχή, η νευροπάθεια συχνά δεν διαγιγνώσκεται, όπως δείχνει μια νέα έρευνα, θέτοντας πολλούς ανθρώπους σε κίνδυνο πτώσεων, λοιμώξεων, ακόμη και ακρωτηριασμού.
Μελέτη με τη συμμετοχή 169 ατόμων που νοσηλεύτηκαν σε κλινική στο Φλιντ του Μισισιπή, διαπίστωσε ότι το 73% είχαν νευροπάθεια, ενώ το 75% από αυτούς δεν είχαν διαγνωστεί.
«Ο αριθμός των ατόμων με νευροπάθεια σε αυτή τη μελέτη, και ειδικά μη διαγνωσμένη νευροπάθεια, ήταν εξαιρετικά υψηλός», δήλωσε η συγγραφέας της μελέτης Δρ. Melissa Elafros, επίκουρη καθηγήτρια νευρολογίας στο Πανεπιστήμιο του Μίσιγκαν στο Αν Άρμπορ.
«Αυτό υπογραμμίζει την επείγουσα ανάγκη για παρεμβάσεις που βελτιώνουν τη διάγνωση και τη διαχείριση αυτής της πάθησης, καθώς και την ανάγκη για τη διαχείριση των παραγόντων κινδύνου που μπορεί να οδηγήσουν σε αυτή», πρόσθεσε.
Η μέση ηλικία των συμμετεχόντων στη μελέτη ήταν 58 ετών. Σχεδόν 6 στους 10 συμμετέχοντες με νευροπάθεια πονούσαν.
Οι μισοί από τους συμμετέχοντες είχαν διαβήτη, μια σημαντική αιτία νευροπάθειας. Τα δύο τρίτα είχαν μεταβολικό σύνδρομο, μια σειρά παραγόντων που περιλαμβάνει υπερβολικό λίπος στην κοιλιά, υψηλή αρτηριακή πίεση και υψηλά επίπεδα τριγλυκεριδίων, σακχάρου και χοληστερόλης στο αίμα. Αυτά θέτουν επίσης τους ανθρώπους σε κίνδυνο για νευροπάθεια.
Μετά τη συνεκτίμηση άλλων παραγόντων που θα μπορούσαν να επηρεάσουν τον κίνδυνο, η μελέτη διαπίστωσε ότι τα άτομα με μεταβολικό σύνδρομο είχαν τετραπλάσιο κίνδυνο για νευροπάθεια σε σύγκριση με τα άτομα χωρίς το σύνδρομο.
«Πάνω από το ένα τρίτο των ατόμων με νευροπάθεια βιώνουν οξύ πόνο, πόνο που μοιάζει με τσίμπημα ή πόνο που μοιάζει με σοκ, γεγονός που αυξάνει τα ποσοστά κατάθλιψης και μειώνει την ποιότητα ζωής. Τα άτομα με νευροπάθεια έχουν επίσης αυξημένο κίνδυνο πρόωρου θανάτου, ακόμη και αν ληφθούν υπόψη άλλες παθήσεις που έχουν, οπότε ο εντοπισμός και η θεραπεία των ατόμων με νευροπάθεια ή όσων κινδυνεύουν να την εμφανίσουν είναι ουσιαστικής σημασίας».
Τα ευρήματα δημοσιεύθηκαν στο επιστημονικό περιοδικό Neurology.
Πηγή