Η φθορά των δοντιών είναι η πιο συνηθισμένη χρόνια «ασθένεια» παγκοσμίως και, δυστυχώς, ο έλεγχος που μπορούμε να ασκήσουμε σε αυτήν ανεπαρκής, καθώς, σύμφωνα με τους ειδικούς, η γενετική επίδραση είναι σημαντικός παράγοντας καθορισμού της υγείας του στόματος.
Ωστόσο, η κύρια ευθύνη για την εμφάνιση των ασθενειών που έχουμε την τάση να αναπτύξουμε βαραίνει αποκλειστικά εμάς.
«Η διάπλαση και ανάπτυξη ενός ατόμου γίνεται κατά την προγεννητική και κατά τη μεταγεννητική περίοδο, κατά τη διάρκεια της οποίας το άτομο δέχεται γενετικές και περιβαλλοντικές επιδράσεις. Οι πρώτες οφείλονται στο γενετικό υλικό που κληρονομεί το άτομο από τους γονείς του, το γνωστό DNA, και στις δεύτερες περικλείονται οι επιδράσεις από το περιβάλλον. Και οι δύο αυτές επιδράσεις καθορίζουν την κατάσταση της υγείας ενός ατόμου καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του» μας εξηγεί ο χειρουργός οδοντίατρος Βασίλης Ψυχογυιός.
Το ίδιο συμβαίνει και στη διάπλαση του στόματος και του προσώπου που ξεκινά την 3η εμβρυϊκή εβδομάδα. Την 8η εμβρυϊκή εβδομάδα σχηματίζεται η μύτη, η υπερώα (ουρανίσκος) και το άνω χείλος. Ακολουθούν τα οστά των γνάθων, το κάτω χείλος και οι παρειές (μάγουλα) και κατόπιν η γλώσσα τον 2ο εμβρυϊκό μήνα και οι σιαλογόνοι αδένες από την 4η έως και την 10η εμβρυϊκή εβδομάδα.
«Όσον αφορά τα δόντια, κατά τη διάρκεια του πρώτου τριμήνου της εγκυμοσύνης, μέσα στα οστά των γνάθων αναπτύσσονται τα οδοντοθυλάκια (κύστες) που “περιέχουν” τα οδοντικά σπέρματα, από τα οποία σχηματίζονται και ασβεστοποιούνται τα δόντια. Μέχρι τη στιγμή της γέννησης, τα μπροστινά δόντια θα είναι σχεδόν σχηματισμένα και οι κορυφές των πίσω δοντιών πλήρεις» σημειώνει ο κ. Ψυχογυιός.
Ωστόσο, ορισμένες φορές κατά την περίοδο της διάπλασης και ανάπτυξης είναι πιθανό να δημιουργηθούν ανωμαλίες, οι οποίες καλούνται με τον γενικό όρο δυσπλασίες. Τα αίτια αυτών των δυσπλασιών είναι το ελαττωματικό γενετικό υλικό, το λανθασμένο περιβάλλον και ο συνδυασμός των δύο.
Στη στοματική κοιλότητα, ειδικότερα, υπάρχουν δυσπλασίες των δοντιών, των γνάθων, των χειλιών, του βλεννογόνου του στόματος, της γλώσσας, των σιαλογόνων αδένων και οι στοματογναθικές δυσπλασίες, με πιο συνηθισμένες αυτές των δοντιών και των γνάθων. Οι υπόλοιπες είναι σπάνιες και αντιμετωπίζονται σε νοσοκομειακό επίπεδο.
Τα δόντια, τόσο τα νεογιλά όσο και τα μόνιμα, μπορεί να εμφανίσουν διαταραχές στον αριθμό, στο μέγεθος, στην κατασκευή, στη μορφή, στη θέση και στο χρώμα τους. Έτσι, έχουμε υπεράριθμα ή ελλείποντα δόντια (ανοδοντία, υποδοντία), μακροδοντία, μικροδοντία, κωνικότητα, συνοδόντωση, οδοντική διδυμία, νεογνικά δόντια (που υπάρχουν κατά τη γέννηση) ή μεταγενέθλια δόντια (που ανατέλλουν μετά από έναν μήνα), που προκαλούν συχνά δυσκολία στον θηλασμό.
Σε κληρονομικούς αλλά και σε επίκτητους λόγους αποδίδεται και η ύπαρξη ατελούς αδαμαντινογένεσης και οδοντινογένεσης, των έγκλειστων και έκτοπων δοντιών, όπως και των διαταραχών στο χρώμα, το οποίο προέρχεται από την οδοντίνη, την εσωτερική ουσία του δοντιού. Η οδοντίνη προβάλλει με την αντανάκλαση του φωτός διά μέσου της αδαμαντίνης (εξωτερική ουσία).
Όμως δεν κληρονομούμε όλοι οι άνθρωποι το ίδιο λευκό και λαμπερό χρώμα! Οποιαδήποτε διαταραχή στις ουσίες αυτές επηρεάζει και το χρώμα των δοντιών. Το ίδιο, ωστόσο, μπορεί να συμβεί και από παράγοντες που αφορούν συνειδητές επιλογές. Η λήψη συγκεκριμένων αντιβιοτικών (τετρακυκλίνη, δοξυκυκλίνη) σε παιδική ηλικία ή από τη μητέρα μετά τον 4ο μήνα εγκυμοσύνης δημιουργούν σκουρόχρωμα δόντια, καθώς και η υπερβολική έκθεση στο φθόριο κατά την περίοδο της ανάπτυξης του παιδιού.
Στα γονίδιά μας κρύβονται και οι λόγοι ύπαρξης προβλημάτων στις γνάθους, όπως για παράδειγμα αγναθία, μικρογναθία, μακρογναθία, και ασυμμετρία προσώπου, που είναι υπεύθυνη γι’ αυτό που λέμε στραβά δόντια, τον συνωστισμό δοντιών, την αραιοδοντία, τον προγναθισμό κ.ά.
Έρευνες έχουν δείξει επίσης ότι η κληρονομική προδιάθεση παίζει ρόλο στην εμφάνιση περιοδοντίτιδας. Δεν ευθύνεται βέβαια μόνο η γενετική για την τάση εμφάνισης της νόσου. Έχει αποκαλυφθεί ότι περιβαλλοντικοί παράγοντες όπως η φυλή, το φύλο, η ύπαρξη διαβήτη, η εκπαίδευση του ασθενή, το κάπνισμα και ο δείκτης μάζας σώματος (ΔΜΣ) αυξάνουν τη σοβαρότητα της περιοδοντικής νόσου, οδηγώντας στη φλεγμονώδη καταστροφή των περιοδοντικών ιστών.
Η κληρονομικότητα είναι υπεύθυνη και για ορισμένες συνήθειες που αναπτύσσει ο άνθρωπος, όπως ο θηλασμός πιπίλας ή δαχτύλου πέραν των 2 πρώτων ετών, το δάγκωμα νυχιών ή ξένων σωμάτων (π.χ. στιλό, μολύβια), όπως επίσης και για τον βρυγμό (τρίξιμο των δοντιών), ο οποίος όμως μπορεί να οφείλεται και στο άγχος.
Πέραν όμως των γονιδίων, υπάρχουν και συνήθειες που «κληρονομούμε» μέσω της μίμησης, όπως είναι η λανθασμένη ή κακή υγιεινή δοντιών, η κατανάλωση αλκοόλ, γλυκών κ.λπ.
«Το βούρτσισμα μετά το φαγητό και η κατανάλωση τροφών φιλικών προς τα δόντια, πλούσια σε μια ποικιλία θρεπτικών ουσιών, βιταμινών και ανόργανων συστατικών, συμπεριλαμβανομένων τυριών, ακατέργαστων φρούτων και λαχανικών συμβάλλει στην αποφυγή εμφάνισης οδοντιατρικών προβλημάτων. Προς την ίδια κατεύθυνση λειτουργεί και η αποφυγή κατανάλωσης αναψυκτικών και γλυκών, η χρήση προϊόντων καπνού και αλκοόλ» σημειώνει ο κ. Ψυχογυιός και προσθέτει: «Όποιο και αν είναι, λοιπόν, το γονιδιακό υπόστρωμα και οι επιδράσεις από το περιβάλλον τόσο κατά την περίοδο ανάπτυξης όσο και κατά τη διάρκεια της υπόλοιπης ζωή μας, η αδιαφορία είναι ο χειρότερος εχθρός της υγείας του στόματος. Η κληρονομικότητα είναι η ταυτότητά μας, αλλά τον σημαντικότερο ρόλο παίζει η πρόληψη και το ενδιαφέρον μας. Οφείλουμε λοιπόν να εφαρμόζουμε καλή στοματική υγιεινή, σωστή διατροφή, επίσκεψη στον οδοντίατρο, σωστό παραδειγματισμό στα παιδιά μας και προσοχή, όσο μπορούμε, στις συνήθειες»!
Πηγή