Οι μαστογραφίες χάνουν ορισμένους καρκίνους σε περιπτώσεις πολύ πυκνών μαστών, όμως μια νέα ολλανδική επιστημονική έρευνα δείχνει ότι οι όγκοι αυτοί μπορούν να ανιχνευθούν με μαγνητική τομογραφία.
Είναι η πρώτη μεγάλη ελεγχόμενη και τυχαιοποιημένη κλινική δοκιμή, που επιβεβαιώνει την αξία της συμπληρωματικής μαγνητικής τομογραφίας για την ανίχνευση καρκίνων σε γυναίκες με μεγάλη πυκνότητα μαστών. Δείχνει ότι χάρη στις μαγνητικές είναι δυνατό να μειωθούν κατά τουλάχιστον 50% οι περιπτώσεις καρκίνων που ανιχνεύονται στην ενδιάμεση περίοδο ανάμεσα σε δύο εξετάσεις μαστογραφίας.
Σχεδόν οι μισές γυναίκες άνω των 40 ετών έχουν πυκνούς μαστούς, ενώ σχεδόν το 10% πολύ πυκνούς, με περισσότερο συνδετικό και ινώδη ιστό από ό,τι συνήθως, καθώς και σχετικά λιγότερο λιπώδη ιστό. Οι γυναίκες με πολύ πυκνούς μαστούς έχουν μεγαλύτερο κίνδυνο ανάπτυξης καρκίνου του μαστού, σε σχέση με όσες έχουν περισσότερο λιπώδη ιστό στο στήθος.
Πολλές γυναίκες που κάνουν μαστογραφία, παίρνουν φυσιολογικά αποτελέσματα, αλλά σε όσες έχουν πολύ πυκνούς μαστούς, μπορεί ο καρκίνος να μην έχει ανιχνευθεί. Η νέα έρευνα επιβεβαιώνει ότι αν μεσολαβήσει συμπληρωματικά μια μαγνητική τομογραφία, είναι πιθανότερο να ανιχνευθεί ο όγκος από ό,τι μόνο με τη μαστογραφία.
Οι ερευνητές, με επικεφαλής τη καθηγήτρια επιδημιολογίας Κάρλα βαν Γκιλς της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου της Ουτρέχτης, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο αμερικανικό ιατρικό περιοδικό “New England Journal of Medicine”, σύμφωνα με το πρακτορείο Ρόιτερς και τους «Τάιμς της Νέας Υόρκης», μελέτησαν 40.373 γυναίκες ηλικίας 50 έως 75 ετών στο πλαίσιο της έρευνας DENSE (Dense Tissue and Early Breast Screening). Όλες οι γυναίκες είχαν υπερβολικά πυκνό ιστό μαστών και καμία ένδειξη καρκίνου στις μαστογραφίες τους. Από αυτές, περίπου 4.783 έκαναν μαγνητική τομογραφία. Χάρη στην πρόσθετη μαγνητική, κατά μέσο όρο 16,5 πρόσθετοι καρκίνοι διαγνώσθηκαν για κάθε 1.000 γυναίκες που έκαναν και αυτή την εξέταση.
Όπως επεσήμανε η βαν Γκιλς, η σημαντική μείωση των καρκίνων στο μεσοδιάστημα χάρη στη συμπληρωματική μαγνητική τομογραφία – οι οποίοι διαγιγνώσκονται μετά από μια αρνητική μαστογραφία- σημαίνει ότι η πρακτική της μαγνητικής πρέπει να επεκταθεί, επειδή μπορεί να σώσει ζωές.
Όμως παρά τη νέα μελέτη, παραμένει ασαφές κατά πόσο η συμπλήρωση των μαστογραφιών με μαγνητικές τομογραφίες τελικά μειώνει τους θανάτους από καρκίνο του μαστού. Για να δοθεί απάντηση σε αυτό το ερώτημα, θα περάσουν αρκετά χρόνια, όπως δήλωσε ο καθηγητής Νταν Λόνγκο της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ.
Επίσης, οι μαγνητικές έχουν το μειονέκτημα ότι εμφανίζουν πολλά ψευδώς θετικά αποτελέσματα (σχεδόν στο 8% των μαγνητικών τομογραφιών μαστών και ειδικότερα στο 2,5% σε γυναίκες με υπερβολικά πυκνούς μαστούς). Αυτό έχει ως συνέπεια να γίνονται περιττές βιοψίες: στην ολλανδική μελέτη το 10% των γυναικών μετά τη μαγνητική έκανε βιοψία, αλλά καρκίνος διαγνώσθηκε μόνο το 1,7%. Ακόμη, είναι δυνατό να ανιχνεύσουν καρκίνους πολύ πρώιμου σταδίου, που όμως ποτέ δεν θα γίνουν απειλητικοί για τη ζωή.
Πηγή