Παρασκευή , 15 Νοέμβριος 2024

Οστεοπόρωση: Η σιωπηλή επιδημία – iefimerida.gr

Η οστεοπόρωση είναι μία από τις πιο συχνές παθήσεις των οστών.

Στους πάσχοντες παρατηρούνται μειωμένη οστική μάζα και διαταραχές στην αρχιτεκτονική της δομής των οστών που αυξάνει την επικινδυνότητα για κάταγμα. Τα κατάγματα έχουν σημαντική επίπτωση στην ποιότητα ζωής και μειώνουν το προσδόκιμο επιβίωσης των οστεοπορωτικών ασθενών.

Μία
στις τρεις γυναίκες μετά την εμμηνόπαυση
και ένας στους πέντε άντρες άνω των 50
ετών θα την εμφανίσουν.

ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΣΥΝΕΧΙΖΕΙ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Μορφές οστεοπόρωσης

Η
οστεοπόρωση διακρίνεται στην πρωτοπαθή,
σχετιζόμενη με την εμμηνόπαυση ή την
πάροδο της ηλικίας, και στη δευτεροπαθή.

Κλινικά
προβλήματα:

  1. Υποδιάγνωση:
    33% αναγνωρίζονται έγκαιρα κλινικά
  2. Ανάγκη
    για Δ/Δ: Οστεοπόρωσης – Παραμόρφωσης
    άλλης αιτίας (νεοπλασίες, πολλαπλούν
    μυέλωμα, υποπαραθυρεοειδισμός).

Συμπτώματα οστεοπόρωσης

«Η
οστεοπόρωση είναι μία «ύπουλη» νόσος.
Η απουσία συμπτωμάτων για μεγάλο χρονικό
διάστημα είναι χαρακτηριστικό της.
Μπορεί να περάσουν χρόνια με συνεχή
αλλοίωση της οστικής μάζας έως ότου
εμφανιστεί το πρώτο σύμπτωμα, που είναι
το κάταγμα.

Ασθενείς
που έχουν υποστεί ένα οστεοπορωτικό
κάταγμα έχουν αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης
ενός επόμενου κατάγματος κατά 86%. Το
συντριπτικό ποσοστό των οστεοπορωτικών
καταγμάτων αφορούν τη σπονδυλική στήλη,
την πηχεοκαρπική άρθρωση και το ισχίο.
Επίσης οστεοπορωτικά κατάγματα μπορούν
να εμφανιστούν και σε άλλα οστά.

Υπάρχει
περίπτωση το κάταγμα να εκδηλώνεται με
την εμφάνιση έντονου και αιφνίδιου
πόνου στην πλάτη ή την οσφυϊκή μοίρα
της σπονδυλικής στήλης και χωρίς να
έχει προηγηθεί τραυματισμός», επισημαίνει
η κ.
Ελένη Κομνηνού
,
Ρευματολόγος, Διευθύντρια Κλινικής
Αυτοάνοσων Ρευματικών Παθήσεων
Μetropolitan
General
.

Η
πιο συχνή μορφή οστεοπόρωσης είναι η
μετεμμηνοπαυσιακή, η οποία εμφανίζεται
σε γυναίκες την περίοδο της εμμηνόπαυσης
και είναι αλληλένδετη με τη μείωση
οιστρογόνων, (πρωτοπαθής).

ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΣΥΝΕΧΙΖΕΙ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Η
οστεοπόρωση των ηλικιωμένων εμφανίζεται
μετά τα 70 και μπορεί να επηρεάσει και
τα δύο φύλα.

Η
δευτεροπαθής οστεοπόρωση εμφανίζεται
είτε σε ασθενείς με συγκεκριμένες
παθήσεις (π.χ. αυτοάνοσα ρευματικά
νοσήματα: ρευματοειδής αρθρίτιδα, ΣΕΛ
κ.ά.) είτε σε ασθενείς που λαμβάνουν
φαρμακευτική αγωγή που περιλαμβάνει
κορτιζόνη, αντιεπιληπτικά χάπια κ.ά.

Παράγοντες κινδύνου

Αυτοί
διαχωρίζονται σε παράγοντες που μπορούν
να τροποποιηθούν με τις καθημερινές
συνήθειες ή σε μη τροποποιήσιμους
παράγοντες, όπως είναι:

  • Γενετικοί
  • Κληρονομικότητα
  • Ιστορικό
    κατάγματος
  • Γυναικείο
    φύλο
  • Ηλικία
    άνω των 50 ετών
  • Εμμηνόπαυση
  • Διάφορες
    παθήσεις
  • Συνεχής
    λήψη κορτιζόνης.

Διάγνωση

Η
διάγνωση της οστεοπόρωσης είναι απλή
και γίνεται με τη μέτρηση της οστικής
πυκνότητας.

Η
οστική πυκνότητα (bone mineral density-BMD, g/cm2),
αποτελεί την καθιερωμένη μέθοδο διάγνωσης
της οστεοπόρωσης και παρακολούθησης
των οστεοπορωτικών ασθενών.

Πότε πρέπει να γίνεται μέτρηση της οστικής πυκνότητας

  • Σε
    όλες τις γυναίκες άνω των 65, είτε
    εμφανίζουν παράγοντες κινδύνου είτε
    όχι
  • Σε
    γυναίκες και άνδρες που λαμβάνουν
    κορτιζόνη για μεγάλο χρονικό διάστημα
  • Σε
    ασθενείς με παραμόρφωση σπονδύλων
  • Σε
    ασθενείς που έχουν υποστεί κάταγμα
  • Σε
    όλους όσους βρίσκονται ήδη σε θεραπεία
    για οστεοπόρωση, προκειμένου να
    αξιολογηθούν τα αποτελέσματα.

Θεραπεία και αντιμετώπιση οστεοπόρωσης

Με
τις σύγχρονες θεραπευτικές δυνατότητες
για την οστεοπόρωση μπορεί να επιτευχθεί
η αναστολή της επιπλέον οστικής απώλειας,
η αύξηση της οστικής μάζας και η μείωση
της πιθανότητας κατάγματος.

Ανάμεσα
στα φάρμακα που λαμβάνονται είναι το
ασβέστιο και η βιταμίνη D.

Συμπερασματικά

«Το
θεραπευτικό πλάνο καθορίζεται από τον
ιατρό, για τον κάθε ασθενή ξεχωριστά,
λαμβάνοντας υπόψιν τα ιδιαίτερα
χαρακτηριστικά του ασθενούς.

ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΣΥΝΕΧΙΖΕΙ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Πρέπει
να δοθεί προσοχή στην απώλεια οστικής
μάζας στις ρευματικές νόσους. Επιπλέον,
ένας υγιεινός τρόπος ζωής είναι σημαντικός
καθώς και συμπληρώματα ασβεστίου και
βιταμίνης D. Τα διφωσφονικά ή το denosumab
ενδέχεται να είναι απαραίτητα για
ασθενείς με χαμηλή BMD», καταλήγει η κ.
Κομνηνού.


Πηγή