Οι πιο συχνές βακτηριακές λοιμώξεις στις γυναίκες κάθε ηλικίας είναι αυτές του επηρεάζουν το ουροποιητικό σύστημα.
Στο 30% έως το 44% των γυναικών αυτών η λοίμωξη δεν ιάται με την αρχική θεραπεία, οπότε παρουσιάζεται υποτροπή της εντός έξι μηνών από την αρχική λοίμωξη. Μάλιστα, παρά τη διαδεδομένη άποψη ότι η αιτία είναι ανατομική, ειδικοί επισημαίνουν ότι οι υγιείς γυναίκες με φυσιολογική ουρολογική ανατομία αντιπροσωπεύουν τις περισσότερες ασθενείς με υποτροπιάζουσες ουρολοιμώξεις.
«Ως υποτροπιάζουσα λοίμωξη του ουροποιητικού συστήματος ορίζεται συνήθως η επανεμφάνιση 3 ή περισσότερων επεισοδίων μέσα σε διάστημα ενός έτους ή 2 ή περισσότερων εντός εξαμήνου. Το Εσερίχια κόλι (E. coli) προκαλεί περίπου το 75% των υποτροπιαζουσών ουρολοιμώξεων, ενώ υψηλά είναι και τα ποσοστά λοιμώξεων από τα Enterococcus faecalis, Proteus mirabilis, Klebsiella ή Staphylococcus saprophyticus. Το είδος του μικροβίου που προκάλεσε την αρχική λοίμωξη είναι συνήθως υπεύθυνο και για τις υποτροπές» μας εξηγεί ο χειρουργός ουρολόγος-ανδρολόγος Δρ Μάρκος Καραβιτάκης. Τα συνηθέστερα συμπτώματα των επαναλαμβανόμενων υποτροπών είναι η δυσουρία, δηλαδή η δυσκολία έναρξης της ούρησης, η συχνοουρία και η στραγγουρία, δηλαδή η επώδυνη ούρηση.
Η διάγνωση τίθεται μετά τη λήψη του ιατρικού ιστορικού του ασθενή και την κλινική εξέτασή του. Η ουρολοίμωξη θα πρέπει να επαληθεύεται τουλάχιστον με μία καλλιέργεια ούρων για την επιβεβαίωση της διάγνωσης και τον καθορισμό της ενδεδειγμένης θεραπείας. Πέραν αυτών, επιπλέον αξιολόγηση είναι χρήσιμη όταν τα ευρήματα από το ιστορικό ή την εξέταση υποδηλώνουν επιπλεγμένη λοίμωξη ή άλλη ασθένεια.
Ποιοι είναι, όμως, οι παράγοντες κινδύνου για τις υποτροπιάζουσες ουρολοιμώξεις;
Σύμφωνα με τον Δρ Καραβιτάκη, οι ανεξάρτητοι παράγοντες κινδύνου στις γυναίκες που βρίσκονται πριν από την εμμηνόπαυση είναι η σεξουαλική επαφή 3 ή περισσότερες φορές την εβδομάδα, η χρήση σπερματοκτόνων, η ύπαρξη καινούριων ή πολλαπλών σεξουαλικών συντρόφων και η ύπαρξη περιστατικού ουρολοίμωξης πριν από την ηλικία των 15 ετών. Στις μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες, η ανεπάρκεια οιστρογόνων και η κατακράτηση ούρων είναι ισχυροί παράγοντες. ADTECH.config.placements[5933563] = { params: { alias: “”, key:””, target: “_blank” } };
Οι συχνές σεξουαλικές επαφές προκαλούν μόλυνση της ουρήθρας και της ουροδόχου κύστης από τα βακτήρια που ζουν στο έντερο, ενώ η χρήση σπερματοκτόνου διαταράσσει την υγιή χλωρίδα του Lactobacillus του κόλπου, επιτρέποντας έτσι την αύξηση των ουροπαθογόνων. Στις γυναίκες που βρίσκονται πριν από την εμμηνόπαυση, η σεξουαλική επαφή τρεις ή περισσότερες φορές την εβδομάδα τριπλασιάζει τον κίνδυνο. «Ο δείκτης μάζας σώματος, ο τρόπος σκουπίσματος μετά την κένωση και η συχνή χρήση ταμπόν δεν έχει αποδειχθεί ότι αποτελούν παράγοντες κινδύνου. Ομοίως, το ζεστό μπάνιο, το ντους, η αύξηση των προσλαμβανομένων υγρών και η χρήση βαμβακερών εσώρουχων δεν έχει καμία επίδραση στον κίνδυνο επανεμφάνισης των ουρολοιμώξεων, σύμφωνα με μελέτες. Ωστόσο, η μετασυνουσιακή ούρηση, αν και φαίνεται ότι έχει μικρή προστατευτική επίδραση, είναι μια λογική και ασφαλής πρακτική» επισημαίνει ο Δρ Καραβιτάκης. «Άλλοι παράγοντες κινδύνου στις μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες είναι η ακράτεια, η κυστεοκήλη, ο σακχαρώδης διαβήτης τύπου 1 ή 2, όπως και το ιστορικό περισσότερων από πέντε ουρολοιμώξεων. Δραστηριότητες που αυξάνουν την ενδοκοιλιακή πίεση (π.χ. πεζοπορία μεγάλων αποστάσεων) μπορεί να επιδεινώσουν την ακράτεια, την κυστεοκήλη ή να οδηγήσουν σε υπόλειμμα μετά την ούρηση και ενδέχεται να αποτελούν προδιαθεσικούς παράγοντες για εμφάνιση επαναλαμβανόμενων ουρολοιμώξεων στις γυναίκες που ασχολούνται με αυτές τις δραστηριότητες» συμπληρώνει.
Μήπως η προδιάθεση για ουρολοιμώξεις είναι κληρονομική;
Κληρονομικοί παράγοντες φαίνεται να επηρεάζουν την ευαισθησία μιας γυναίκας να εμφανίζει πολλαπλά επεισόδια. Η ύπαρξη μιας γυναίκας με συγγένεια πρώτου βαθμού που έχει ιστορικό πέντε ή περισσότερων ουρολοιμώξεων αποτελεί παράγοντα κινδύνου για υποτροπιάζουσες λοιμώξεις του ουροποιητικού συστήματος. «Ειδικά μοτίβα κληρονομικότητας μπορεί να μειώσουν την ικανότητα του ανοσοποιητικού συστήματος να καθαρίσει τα βακτήρια ή να αποτρέπει την προσκόλλησή τους στο ουροεπιθήλιο» εξηγεί περαιτέρω. Επιπλέον, διαφορές στην ανατομία της ουρογεννητικής οδού, συμπεριλαμβανομένης της μικρής απόστασης ουρήθρας-πρωκτού, ενδέχεται να προδιαθέτουν ορισμένες γυναίκες για εμφάνιση ουρολοιμώξεων.
Πότε συνιστάται περαιτέρω κλινική αξιολόγηση;
Όπως διευκρινίζει ο Δρ. Καραβιτάκης, η ύπαρξη ιστορικού που υποδηλώνει απλή κυστίτιδα σε ασθενείς με προηγούμενη επιβεβαιωμένη ουρολοίμωξη είναι συνήθως αρκετή για τη διάγνωση της υποτροπιάζουσας λοίμωξης. Κλινική εξέταση, εργαστηριακές και απεικονιστικές εξετάσεις έχουν περιορισμένη χρησιμότητα και γενικά δεν συστήνονται.
Ποια είναι τα οφέλη της έναρξης της θεραπείας από τον ασθενή;
Η θεραπεία της υποτροπιάζουσας ουρολοίμωξης που ξεκινά από τον ασθενή μειώνει το κόστος της διάγνωσης, τον αριθμό των ιατρικών επισκέψεων και τον αριθμό των ημερών που ταλαιπωρούνται οι ασθενείς με συμπτώματα, σε σύγκριση με τη θεραπεία που ξεκινά από τον γιατρό. Ωστόσο, δεν επιτυγχάνεται μείωση των υποτροπών. Επίσης, η αντιβιοτική προφύλαξη περιορίζει αποτελεσματικά την υποτροπή της ουρολοίμωξης, αλλά αυξάνει τον κίνδυνο ανθεκτικότητας στα αντιβιοτικά και των ανεπιθύμητων ενεργειών.
Πώς μπορώ να προφυλαχθώ;
Η καθημερινή ή η μετά τη συνουσία λήψη προληπτικών σχημάτων αντιβιοτικών χαμηλών δόσεων μειώνουν την επανεμφάνιση συμπτωματικών ουρολοιμώξεων κατά 95% περίπου, παρόλο που οι ασθενείς μπορεί να επανέλθουν στα ποσοστά επανεμφάνισης πριν από την προφύλαξη μόλις διακοπεί η φαρμακευτική θεραπεία.
Υπάρχουν εναλλακτικές θεραπευτικές στρατηγικές για τον περιορισμό της χρήσης αντιβιοτικών;
Η λήψη αναλγητικών ή αντιφλεγμονωδών φαρμάκων για την αντιμετώπιση των συμπτωμάτων της ουρολοίμωξης μπορεί να περιορίσει τη χρήση αντιβιοτικών σε πρόθυμους ασθενείς όταν όμως παρακολουθούνται στενά από τον θεράποντα ιατρό τους. Η καθυστέρηση έναρξης της αντιβιοτικής θεραπείας έως ότου βγουν τα αποτελέσματα των ουρολογικών εξετάσεων σε ασθενείς με τυπικά συμπτώματα δεν συστήνεται.
Εναλλακτικά της αντιβίωσης μπορεί ο γιατρός να προτείνει προϊόντα κράνμπερι, τα οποία μπορούν να μειώσουν τις υποτροπιάζουσες ουρολοιμώξεις σε προεμμηνοπαυσιακές γυναίκες, αλλά είναι λιγότερο αποτελεσματικά από την αντιβιοτική προφύλαξη. Ωστόσο, τα δεδομένα από μελέτες είναι αντικρουόμενα, ενώ άγνωστη είναι και η βέλτιστη δοσολογία. Τέλος, οι μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες με ατροφική κολπίτιδα μπορεί να ωφεληθούν από τοπική θεραπεία με οιστρογόνα.
Διαβάστε επίσης:
Ουροποιητικό σύστημα: Όσα πρέπει να γνωρίζετε για να το προστατεύσετε
Ουρολοιμώξεις: Πότε γίνονται επικίνδυνες;
Ούρα & υγεία: Ανησυχητικές αλλαγές στο χρώμα & στη συχνότητα
Πηγή