Ο πνευμονιόκοκκος είναι μικρόβιο που αποικίζει συχνά το ανώτερο αναπνευστικό των ανθρώπων. Δεν νοσούν δηλαδή όλοι όσοι έχουν το μικρόβιο αλλά αυτοί που είναι ευάλωτοι σε αυτό λόγω της ηλικίας τους ή άλλων νοσημάτων.
Πώς μεταδίδεται ο πνευμονιόκοκκος;
Η μετάδοση
του μικροβίου από άνθρωπο σε άνθρωπο
γίνεται με σταγονίδια που παράγονται
κατά τον βήχα, το φτάρνισµα και την
κοντινή επαφή, είτε από νοσούντες είτε
από υγιή άτομα που είναι φορείς. Η λοίμωξη
μπορεί να παρατηρηθεί καθ’ όλη τη
διάρκεια του έτους, αλλά είναι πιο συχνή
το χειμώνα και στην αρχή της άνοιξης.
Πριν την
εφαρμογή του αντι-πνευμονιοκοκκικού
εμβολιασμού, ο πνευμονιόκοκκος αποτελούσε
το συχνότερο αίτιο μικροβιακής πνευμονίας.
Ωστόσο η λοίμωξη από πνευμονιόκοκκο
μπορεί να εκδηλωθεί και ως ωτίτιδα,
ιγμορίτιδα, μηνιγγίτιδα και βακτηριαιμία.
Προσβάλει συνηθέστερα μικρά παιδιά,
ηλικιωμένους και άτομα με υποκείμενα
νοσήματα, χωρίς όμως να αποκλείεται η
προσβολή νέων και υγιών ατόμων. Η έναρξη
της νόσου είναι συχνά αιφνίδια, ειδικά
σε ασθενείς που δεν διαθέτουν λειτουργικό
σπλήνα και συνοδεύεται με υψηλή θνητότητα,
ιδιαίτερα στις παραπάνω ομάδες κινδύνου.
Εμβόλιο έναντι του πνευμονιόκοκκου
Η καλύτερη
άμυνα μας και στην περίπτωση της λοίμωξης
από πνευμονιόκοκκο είναι η πρόληψη. Η
ευρεία χρήση του εμβολίου έναντι του
πνευμονιόκοκκου στα παιδιά είχε σαν
αποτέλεσμα τη μείωση της συχνότητας,
αλλά και της θνησιμότητας της πνευμονίας
από πνευμονιόκοκκο τόσο στα παιδιά όσο
και στους ενήλικες.
Εμβολιάζοντας, δηλαδή, αρχικά τα βρέφη
και τα παιδιά μειώθηκε το συνολικό
φορτίο του μικροβίου σε όλον τον πληθυσμό
και παρατηρήθηκε σημαντική μείωση των
περιπτώσεων πνευμονίας τόσο στα παιδιά
όσο και στους ενήλικες. Η παρατήρηση
αυτή οδήγησε στον εμβολιασμό και των
ενηλίκων για την περαιτέρω μείωση της
συχνότητας της πνευμονιοκοκκικής
λοίμωξης.
Υπάρχουν διαθέσιμοι δύο τύποι εμβολίου έναντι του πνευμονιόκοκκου:
-
Το 13-δύναμο
συζευγμένο με πρωτεΐνη εμβόλιο (PCV13)
Το συζευγμένο
πνευμονιοκοκκικό εμβόλιο χορηγείται
στα βρέφη από την ηλικία των δύο μηνών
και απαιτούνται τρεις ή τέσσερεις
επαναληπτικές δόσεις ανάλογα με την
ηλικία έναρξης του εμβολιασμού. Στους
ενήλικες απαιτείται μόνο μια δόση. Ο
εμβολιασμός προκαλεί μακροχρόνια ανοσία
έναντι των 13 πιο επιθετικών οροτύπων
του πνευμονιόκοκκου.
Σύμφωνα με
το Εθνικό Πρόγραμμα εμβολιασμών, το
εμβόλιο πρέπει να χορηγείται σε βρέφη,
παιδιά και ενήλικες άνω των 65 ετών, καθώς
και σε άτομα κάθε ηλικιακής ομάδας που
παρουσιάζουν υποκείμενες καταστάσεις
οι οποίες τα προδιαθέτουν για εμφάνιση
διεισδυτικής πνευμονιοκοκκικής νόσου
(ασθενείς με χρόνια αναπνευστικά
νοσήματα, κακοήθειες κλπ.).Το
συζευγμένο πνευμονιοκοκκικό εμβόλιο
μπορεί να χορηγηθεί ταυτόχρονα με το
τριδύναμο αδρανοποιημένο εμβόλιο κατά
της γρίπης.
-
Το 23-δύναμο
πολυσακχαριδικό εμβόλιο (PPSV-23)
Χορηγείται
μόνο στους ενήλικες και ενδείκνυται σε
όλα τα άτομα άνω των 65 ετών. Συστήνεται
εμβολιασμός ατόμων κάτω των 65 ετών όταν
συνυπάρχουν νοσήματα του αναπνευστικού
(βρογχικό άσθμα, ΧΑΠ, εμφύσημα), σακχαρώδη
διαβήτης, καρδιαγγειακά νοσήματα,
ανοσοκαταστολή, λειτουργική ή ανατομική
ασπληνία, HIV
λοίμωξη, κίρρωση, χρόνια νεφρική
ανεπάρκεια, νεφρωσικό σύνδρομο, διαφυγή
εγκεφαλονωτιαίου, όταν οι ασθενείς
φέρουν κοχλιακά εμφυτεύματα ή διαμένουν
σε ιδρύματα μακράς φροντίδας.
Σε άτομα
ηλικίας 19-64 ετών συνιστάται επανεμβολιασμός,
άπαξ και 5 χρόνια μετά τον αρχικό
εμβολιασμό. Σε άτομα >65 ετών,
επανεμβολιασμός συνιστάται, άπαξ, εάν
είχαν εμβολιασθεί τουλάχιστον 5 χρόνια
πριν και ήταν τότε <65 ετών. Δεν χρειάζεται
επανεμβολιασμός σε άτομα που εμβολιάσθηκαν
σε ηλικία >65 ετών. Ασθενείς που θα
υποστούν προγραμματισμένη σπληνεκτομή
πρέπει να εμβολιασθούν τουλάχιστον 2
εβδομάδες πριν τη χειρουργική επέμβαση.
Χρόνος χορήγησης των 2 εμβολίων
Σε ασθενείς
που δεν έχουν λάβει κανένα από τα δύο
εμβόλια και υπάρχει ένδειξη χορήγησής
τους, αρχικά χορηγείται το συζευγμένο
εμβόλιο (PCV13). Το συζευγμένο εμβόλιο
(PCV13) χορηγείται μόνο μια φορά στους
ενήλικες. Το πολυσακχαριδικό εμβόλιο
(PPSV23) πρέπει να ακολουθεί τουλάχιστον
2 μήνες αργότερα.
Σε περίπτωση
που έχει προηγηθεί το πολυσακχαριδικό
εμβόλιο (PPSV23) θα πρέπει το συζευγμένο
να ακολουθεί τουλάχιστον 1 χρόνο αργότερα.
Γράφει
η
Ελένη
Πατρόζου
Παθολόγος
– Λοιμωξιολόγος
Επιστημονική
Συνεργάτης ΥΓΕΙΑ
Πηγή