Ο ύπνος είναι ζωτικής σημασίας για τη νευρογνωστική λειτουργία, καθώς και για τη σωματική και ψυχική υγεία.
Όταν οι άνθρωποι εργάζονται σε βάρδιες -το ποσοστό των εργαζομένων στην Ευρωπαϊκή Ένωση το 2015 ανερχόταν σε 21%-, οι κιρκάδιοι ρυθμοί ύπνου-αφύπνισης συνήθως διαταράσσονται.
Ερευνητές στην Ολλανδία διερεύνησαν τη σχέση μεταξύ διαφορετικών προτύπων εργασίας σε βάρδιες, κοινωνικοδημογραφικών παραγόντων και διαταραχών του ύπνου.
«Δείξαμε ότι σε σύγκριση με την εργασία σε κανονικές βάρδιες κατά τις ώρες της ημέρας, η εργασία σε άλλους τύπους βάρδιας συνδέεται με μεγαλύτερη συχνότητα διαταραγμένου ύπνου, ιδίως στην εκ περιτροπής και την κανονική νυχτερινή βάρδια», δήλωσε η Δρ. Marike Lancel, ερευνήτρια στο Ινστιτούτο Ψυχικής Υγείας του GGZ Drenthe και επικεφαλής συγγραφέας της μελέτης.
«Αξίζει να σημειωθεί ότι το 51% των ατόμων που εργάζονται σε νυχτερινές βάρδιες σημείωσαν θετική βαθμολογία για τουλάχιστον μία διαταραχή του ύπνου. Υπάρχουν πολλές ενδείξεις ότι η εκ περιτροπής εργασία μειώνει την ποιότητα του ύπνου. Λίγα είναι ωστόσο, γνωστά για την επίδραση των διαφόρων τύπων βάρδιας στον επιπολασμό διαφόρων διαταραχών του ύπνου και για το πώς αυτή μπορεί να διαφέρει ανάλογα με τα δημογραφικά χαρακτηριστικά», σημείωσε η Lancel.
Για να καλύψουν τα κενά, οι ερευνητές παρακολούθησαν πάνω από 37.000 ανθρώπους, οι οποίοι παρείχαν δημογραφικές πληροφορίες, αναφέροντας τις συνήθειες εργασίας τους σε βάρδιες (κανονική πρωινή, βραδινή, νυχτερινή ή εναλλαγή μεταξύ των βαρδιών).
Συμπλήρωσαν επίσης ένα ερωτηματολόγιο ελέγχου για έξι κοινές κατηγορίες διαταραχών ύπνου: αϋπνία, υπερυπνία, παραϋπνία, αναπνευστικές διαταραχές που σχετίζονται με τον ύπνο, κινητικές διαταραχές που σχετίζονται με τον ύπνο και διαταραχές του κιρκάδιου ρυθμού ύπνου-αφύπνισης.
Οι απαντήσεις έδειξαν ότι η εργασία σε τακτικές νυχτερινές βάρδιες ήταν η πιο εξουθενωτική κατάσταση όσον αφορά τον ύπνο. Οι μισοί από τους εργαζόμενους σε νυχτερινή βάρδια ανέφεραν ότι κοιμούνται λιγότερες από έξι ώρες μέσα σε 24 ώρες, το 51% ανέφερε μία διαταραχή του ύπνου και το 26% ανέφερε δύο ή περισσότερες διαταραχές του ύπνου.
Σε ολόκληρο τον πληθυσμό της μελέτης, περίπου το ένα τρίτο σημείωσε θετική ένδειξη για τουλάχιστον μία διαταραχή ύπνου, ενώ το 12,6% σημείωσε θετική ένδειξη για δύο ή περισσότερες διαταραχές ύπνου.
Οι ειδικοί διερεύνησαν επίσης αν δημογραφικοί παράγοντες, όπως το φύλο, η ηλικία και το υψηλότερο επίπεδο εκπαίδευσης, επηρεάζουν την υγεία του ύπνου. Επίσης, εξέτασαν αν οι συμμετέχοντες ζούσαν μόνοι τους, με σύντροφο ή/και παιδιά ή με άλλους, όπως φίλους ή γονείς.
Τα ευρήματα έδειξαν ότι οι άνδρες κοιμόντουσαν λιγότερες ώρες από τις γυναίκες, αλλά ότι οι διαταραχές του ύπνου ήταν πιο συχνές στις γυναίκες. Η ηλικία επηρέασε επίσης την υγεία του ύπνου: οι μεγαλύτεροι σε ηλικία συμμετέχοντες έτειναν να κοιμούνται λιγότερες ώρες, αλλά οι περισσότερες διαταραχές του ύπνου και οι συννοσηρότητές τους βρέθηκαν να είναι πιο διαδεδομένες στη νεότερη ομάδα συμμετεχόντων, ηλικίας 30 ετών και κάτω.
Όσον αφορά το μορφωτικό επίπεδο και την πιθανότητα εμφάνισης διαταραχών στον ύπνο, οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι οι επιπτώσεις της εκ περιτροπής εργασίας στον ύπνο είναι πιο εμφανείς στους νέους με χαμηλότερο μορφωτικό επίπεδο. Αυτή η ομάδα κοιμόταν λιγότερες ώρες και είχε σημαντικά υψηλότερο επιπολασμό διαταραχών του ύπνου και συνοδών νοσημάτων αυτών.
Είναι πιθανό ορισμένοι άνθρωποι που εργάζονται σε νυχτερινές βάρδιες να αντιμετωπίζουν λιγότερα προβλήματα που σχετίζονται με τον ύπνο από άλλους, δήλωσαν οι ερευνητές. Για τον μέσο εργαζόμενο σε νυχτερινή βάρδια όμως, αυτό το εκτός ρυθμού εργασιακό μοτίβο, μπορεί να αυξήσει την πιθανότητα να αντιμετωπίζει πρόβλημα με τον τακτικό, υγιή ύπνο.
Τα ευρήματα δημοσιεύθηκαν στην επιστημονική επιθεώρηση Frontiers in Psychiatry.
Πηγή