Παρασκευή , 27 Δεκέμβριος 2024

Πολλαπλή σκλήρυνση: Πότε εμφανίζεται στο αίμα χρόνια πριν από τα συμπτώματα

Έναν πιθανό δρόμο προς την πρώιμη θεραπεία της σκλήρυνσης κατά πλάκας (πολλαπλή σκλήρυνση) φαίνεται πως ανοίγουν επιστήμονες του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνιας στο Σαν Φρανσίσκο, που εντόπισαν ότι τα σημάδια της νόσου εμφανίζονται στο αίμα κάποιων ασθενών χρόνια πριν από τα συμπτώματα.

Οι ερευνητές ανέλυσαν το αίμα 250 ασθενών με σκλήρυνση κατά πλάκας, οι οποίοι ήταν μέλη των Ενόπλων Δυνάμεων. Δείγματα συλλέχθηκαν μετά τη διάγνωσή τους, αλλά και πέντε ή περισσότερα χρόνια νωρίτερα, όταν κατατάχθηκαν στο στρατό. Επίσης, εξετάστηκαν δείγματα αίματος από 250 υγιείς βετεράνους.

Όπως διαπίστωσαν, σε περίπου μία στις δέκα περιπτώσεις σκλήρυνσης κατά πλάκας, ο οργανισμός αρχίζει να παράγει ένα χαρακτηριστικό σύνολο αντισωμάτων ενάντια στις δικές του πρωτεΐνες, χρόνια πριν από την εμφάνιση των συμπτωμάτων. Αυτά τα αυτοαντισώματα ενδεχομένως εξηγούν τις ανοσολογικές επιθέσεις στον εγκέφαλο και τον νωτιαίο μυελό που αποτελούν το χαρακτηριστικό γνώρισμα της σκλήρυνσης κατά πλάκας. Συγκεκριμένα, εντοπίστηκε ότι οι ασθενείς με αυτά τα αυτοαντισώματα είχαν αυξημένα επίπεδα νευροϊνιδίων χαμηλού μοριακού βάρους (Nfl), πρωτεϊνικά μόρια που βρίσκονται μέσα στους νευρώνες και απελευθερώνονται, όταν καταστρέφονται οι νευρώνες από τη νόσο.

Στη συνέχεια η ερευνητική ομάδα ανέλυσε δείγματα αίματος από ασθενείς που συμμετείχαν σε άλλη μελέτη του Πανεπιστημίου, όπου και πάλι το 10% όσων διαγνώστηκαν με πολλαπλή σκλήρυνση είχαν το ίδιο μοτίβο αυτοαντισωμάτων.

Πολλά ερωτήματα παραμένουν σχετικά με τη σκλήρυνση κατά πλάκας, από το τι υποκινεί την ανοσολογική απόκριση σε ορισμένους ασθενείς μέχρι το πώς αναπτύσσεται η νόσος στο υπόλοιπο 90% των ασθενών. Πάντως οι ερευνητές πιστεύουν ότι έχουν πλέον ένα οριστικό σημάδι για την εμφάνιση της σκλήρυνσης κατά πλάκας και ελπίζουν ότι τα αυτοαντισώματα που ανακάλυψαν θα μπορούν μια μέρα να ανιχνεύονται με μια απλή εξέταση αίματος, δίνοντας στους ασθενείς ένα προβάδισμα για τη λήψη θεραπείας.

Τα ευρήματα δημοσιεύονται στο περιοδικό «Nature Medicine».

Από το ΑΠΕ-ΜΠΕ


Πηγή