Δευτέρα , 23 Δεκέμβριος 2024

Πρέπει οι άνω των 65 να παίρνουν καθημερινά χαμηλή δόση ασπιρίνης;

Η καθημερινή λήψη χαμηλής δόσης ασπιρίνης είναι πολύ διαδεδομένη σε ασθενείς με ιστορικό στεφανιαίας νόσου ή αγγειακών εγκεφαλικών επεισοδίων.

Τα δεδομένα όσον αφορά στην επίδραση της ασπιρίνης στο γαστρεντερικό με αποτέλεσμα την απώλεια σιδήρου και αναιμία, είναι περιορισμένα.

Νέα δεδομένα αναφέρουν πως η καθημερινή χαμηλή δόση ασπιρίνης (100mg) αυξάνει το κίνδυνο αναιμίας σε άτομα ηλικίας 65 ετών και άνω κατά περίπου 20%.

«Η χαμηλή δόση ασπιρίνης αύξησε τα περιστατικά αναιμίας και μείωσε τα επίπεδα της φερριτίνης στον ορό σε διαφορετικές ομάδες υγιών ατόμων 65 ετών και άνω, ανεξάρτητα από τα επεισόδια σοβαρής αιμορραγίας» αναφέρει η Zoe K. McQuilten, PhD, του Πανεπιστημίου Monash, Μελβούρνη, Αυστραλία.

Η μελέτη περιλάμβανε 19.114 άτομα ηλικίας 70 ετών ή μεγαλύτερης (ηλικίας 65 ετών για μαύρους και ισπανόφωνους συμμετέχοντες).

Οι συμμετέχοντες τυχαιοποιήθηκαν για να λάβουν 100 mg/ημέρα ασπιρίνη ή εικονικό φάρμακο (placebo). Τα επίπεδα αιμοσφαιρίνης μετρήθηκαν ετησίως σε όλους τους συμμετέχοντες. Η φερριτίνη (η οποία αντανακλά τις αποθήκες του οργανισμού σε σίδηρο) μετρήθηκε στο σημείο έναρξης της αγωγής και ένταξης στη μελέτη και 3 χρόνια μετά σε ένα μεγάλο υποσύνολο.

Η επίπτωση της αναιμίας στις ομάδες που έλαβαν ασπιρίνη και εικονικό φάρμακο ήταν 51,2 περιστατικά και 42,9 περιστατικά ανά 1000 πρόσωπα-έτη, αντίστοιχα (αναλογία κινδύνου = 1,20, 95% διάστημα εμπιστοσύνης [CI], 1,12-1,29).

Επίσης, διαπιστώθηκε μεγαλύτερη μείωση των τιμών της φερριτίνης κατά 11,5% στους ασθενείς της ομάδας της ασπιρίνης σε σύγκριση με την ομάδα που έλαβε το εικονικό φάρμακο.

Βάσει αυτών των ευρημάτων, συστήνεται η περιοδική παρακολούθηση των επιπέδων αιμοσφαιρίνης σε άτομα 65 ετών και άνω που λαμβάνουν ασπιρίνη.

Επίσης, ανάμεσα στα αίτια χαμηλών επιπέδων αιμοσφαιρίνης σε ηλικιωμένα άτομα πρέπει να συμπεριλαμβάνεται και η λήψη χαμηλής δόσης ασπιρίνης.

Τα δεδομένα της διεθνούς κλινικής μελέτης ASPREE, δημοσιεύτηκαν στο έγκριτο περιοδικό Annals of Internal Medicine.


Πηγή