Η χωρική πλοήγηση -η ικανότητα επιλογής και εκτέλεσης μιας διαδρομής από το ένα μέρος στο άλλο- είναι μια δεξιότητα που χρησιμοποιούμε καθημερινά.
Ανάλογα με την εξάσκηση, τη γενική γνωστική ικανότητα και το οικογενειακό περιβάλλον που μεγαλώνει κάποιος, ορισμένοι άνθρωποι είναι εκ φύσεως καλύτεροι σε αυτό από άλλους. Έρευνες έχουν δείξει όμως, ότι η ικανότητα αυτή φθίνει καθώς μεγαλώνουμε.
Αυτή η μείωση της ικανότητας πλοήγησης έχει αποδοθεί γενικά στην επιδείνωση της χωρικής μνήμης, λόγω των αλλαγών στη δομή και τη λειτουργία του εγκεφάλου που συμβαίνουν φυσιολογικά με την ηλικία. Τι γίνεται όμως αν δεν οφείλεται μόνο στη μείωση της χωρικής μας μνήμης, αλλά και σε αλλαγές στον τρόπο με τον οποίο εξερευνούμε ένα νέο περιβάλλον; Μια τέτοια αλλαγή έχει παρατηρηθεί σε γηράσκοντα ζώα, από έντομα μέχρι τρωκτικά και ψάρια.
Μια ανάλογη αλλαγή στη συμπεριφορά εξερεύνησης στη μέση ηλικία, αποδεικνύεται τώρα για πρώτη φορά ότι συμβαίνει και στους ανθρώπους.
Ο πρώτος συγγραφέας Δρ. Vaisakh Puthusseryppady, μεταδιδακτορικός ερευνητής στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας, στο Irvine, δήλωσε: «Σε σύγκριση με τα νεότερα άτομα, οι μεσήλικες παρουσιάζουν συνολικά μειωμένη ικανότητα εξερεύνησης κατά την εκμάθηση ενός νέου περιβάλλοντος λαβύρινθου και φαίνεται να δίνουν προτεραιότητα στην εκμάθηση συγκεκριμένων σημαντικών θέσεων στον λαβύρινθο, σε αντίθεση με τη συνολική διάταξη του λαβύρινθου».
Ο Puthusseryppady και οι συνεργάτες του μελέτησαν 87 μεσήλικες γύρω στα 50 και 50 νέους μέσης ηλικίας 19 ετών, γυναίκες και άνδρες, ως εθελοντές. Κανείς δεν είχε ιστορικό νευρολογικής νόσου, συμπεριλαμβανομένης της άνοιας, ή ψυχιατρικής νόσου.
Οι ερευνητές εξέτασαν πόσο καλά οι εθελοντές εξερεύνησαν και έμαθαν να περιηγούνται σε έναν λαβύρινθο σε εικονική πραγματικότητα. Ο λαβύρινθος αποτελούνταν από διασταυρώσεις και διαδρόμους, που χωρίζονταν από φράχτες. Διακριτικά αντικείμενα ήταν διάσπαρτα σε στρατηγικά σημεία ως ορόσημα. Στην πρώτη «φάση εξερεύνησης», οι εθελοντές έλαβαν οδηγίες να εξερευνήσουν ελεύθερα τον λαβύρινθο και να μάθουν τις θέσεις των αντικειμένων.
Σε κάθε μία από τις 24 δοκιμές της δεύτερης «φάσης εύρεσης διαδρομής», οι εθελοντές έπρεπε να εφαρμόσουν ό,τι είχαν μάθει, πλοηγούμενοι μεταξύ δύο τυχαία επιλεγμένων αντικειμένων μέσα σε 45 δευτερόλεπτα.
Όπως ήταν αναμενόμενο, οι νέοι είχαν κατά μέσο όρο μεγαλύτερο ποσοστό επιτυχίας στην εξεύρεση της διαδρομής. Όμως, είναι σημαντικό ότι περαιτέρω στατιστικές αναλύσεις έδειξαν ότι αυτή η διαφορά στο ποσοστό επιτυχίας οφειλόταν εν μέρει σε παρατηρούμενες ποιοτικές αλλαγές στον τρόπο με τον οποίο οι νέοι έναντι των μεσήλικων συμμετεχόντων μάθαιναν τον λαβύρινθο.
«Σε σύγκριση με τα νεότερα άτομα, τα μεσήλικα άτομα εξερεύνησαν λιγότερο το περιβάλλον του λαβύρινθου, καθώς διένυσαν μικρότερη απόσταση, έκαναν παύσεις για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα στα σημεία λήψης αποφάσεων και επισκέφθηκαν περισσότερα αντικείμενα από ό,τι τα νεαρά άτομα», δήλωσε η Δρ. Mary Hegarty, καθηγήτρια στο Τμήμα Ψυχολογικών και Εγκεφαλικών Επιστημών του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνιας στη Σάντα Μπάρμπαρα.
Οι διαφορές αυτές ήταν τόσο αξιοσημείωτες, που οι συγγραφείς ήταν σε θέση να προβλέψουν με τη χρήση τεχνητής νοημοσύνης αν ένας συμμετέχων ήταν μεσήλικας ή νέος.
Η μειωμένη εξερεύνηση στους μεσήλικες μπορεί να οφείλεται σε αλλαγές που σχετίζονται με την ηλικία στο δίκτυο πλοήγησης του εγκεφάλου, για παράδειγμα, στον μέσο κροταφικό και βρεγματικό λοβό.
Οι συγγραφείς υπέθεσαν ότι τα ευρήματα αυτά θα μπορούσαν να επικαιροποιήσουν τις παρεμβάσεις που θα βοηθούσαν τους μεσήλικες να βελτιώσουν τις ικανότητες πλοήγησης και να διατηρήσουν τη γνωστική τους ικανότητα.
Η συν-συγγραφέας Daniela Cossio, διδακτορική φοιτήτρια στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας στο Irvine, εξήγησε: «Αν εκπαιδεύαμε τους μεσήλικες να εξερευνούν καλύτερα τα νέα περιβάλλοντα -με έμφαση στο να διανύουν μεγαλύτερες αποστάσεις, να επισκέπτονται μονοπάτια που συνδέουν το περιβάλλον- θα τους οδηγούσαμε σε βελτιώσεις στη χωρική τους μνήμη, βοηθώντας στην επιβράδυνση της μείωσης της γνωστικής τους ικανότητας».
Τα ευρήματα δημοσιεύτηκαν στο επιστημονικό έντυπο Frontiers in Aging Neuroscience.
Πηγή