Σιελόρροια είναι η ακούσια ροή σάλιου από το στόμα. Είναι σοβαρή ανικανότητα για μεγάλο αριθμό ασθενών με εγκεφαλική παράλυση, παιδιών και ενηλίκων, αλλά και για μικρότερο αριθμό ασθενών με άλλους τύπους νευρολογικών (νευροεκφυλιστικών) ή νοητικών βλαβών.
Ιδιαίτερη ομάδα παιδιών αποτελούν εκείνα με νευρομυϊκές διαταραχές γιατί μπορεί να παρουσιάζουν καθυστέρηση στην «ωρίμανση» του στοματικού νευρομυϊκού ελέγχου μέχρι την ηλικία των 6 ετών. Η σιελόρροια είναι φυσιολογική διαδικασία στα παιδιά ηλικίας 18 έως 24 μηνών, μέχρις ότου ολοκληρωθεί η ανάπτυξη των αντανακλαστικών του στόματος και της κατάποσης.
Όμως,
όταν επιμένει πάνω από τα 4 έτη ηλικίας,
θα πρέπει να θεωρείται παθολογική
κατάσταση και να διερευνάται. Η σιελόρροια
(συνδυαζόμενη συνήθως με εγκεφαλική
παράλυση) προκαλεί σημαντικά προβλήματα
(κλινικά, λειτουργικά, ψυχολογικά,
κοινωνικά) τόσο στους ασθενείς όσο και
στους οικείους. Τα παιδιά με σιελόρροια
συχνά παρουσιάζουν δερματικές
περιστοματικές και τραχηλικές φλεγμονές,
τα ρούχα τους υγραίνονται συνεχώς και
χρειάζονται αλλαγή, αναγκάζοντας την
οικογένεια να παραμένει στο σπίτι και
να απομονώνεται κοινωνικά. Τα παιχνίδια
και οι συσκευές διδασκαλίας και
επικοινωνίας καταστρέφονται από την
υγρασία επηρεάζοντας έτσι και την
εκπαίδευσή τους. Η οπίσθια σιελόρροια
είναι πιο σοβαρή κατάσταση διότι μπορεί
να προκαλέσει βήχα, εμέτους, αναπνευστική
δυσχέρεια, αδυναμία ομιλίας και
εισροφήσεις που οδηγούν σε υποτροπιάζουσα
πνευμονία. Σε σοβαρές δε περιπτώσεις η
αφυδάτωση προκαλεί ιδιαίτερα προβλήματα
υγείας.
Πού οφείλεται;
Η
σιελόρροια σπάνια οφείλεται σε υπερέκκριση
των σιελογόνων αδένων (πρωτογενής
σιελόρροια). Συνήθως οφείλεται σε
εξασθενημένο νευρομυϊκό έλεγχο και
δυσλειτουργία της εκούσιας κινητικής
δραστηριότητα του στόματος, η οποία
οδηγεί σε υπερχείλιση του σάλιου από
το στόμα (δευτερογενής σιελόρροια). Σε
αυτή τη δυσλειτουργία συνεπικουρεί η
ανεπαρκής ή και σπάνια κατάποση, η θέση
της κεφαλής, η μεγάλη γλώσσα και η κακή
στοματική υγεία.
Αντιμετώπιση του ασθενούς
Ο
χειρισμός του ασθενούς με σιελόρροια,
προκειμένου να αποφασιστεί ο τρόπος
αντιμετώπισης, απαιτεί τη συνεργασία
ομάδας διαφόρων ειδικών όπως ΩΡΛ,
οδοντίατρος, νευρολόγος, ορθοπαιδικός,
λογοπαιδικός και φυσιοθεραπευτής. Οι
γονείς και τα άτομα που φροντίζουν το
παιδί μπορεί να βοηθήσουν στην εκτίμηση
των χαρακτηριστικών της σιελόρροιας.
Η ώρα αιχμής μέσα στο 24ωρο, ο αριθμός
αλλαγών σαλιάρας ή ρούχων ανά ημέρα,
δυσκολίες με πληκτρολόγια ή άλλες
συσκευές επικοινωνίας, η σοβαρότητα
της διαβροχής του δέρματος και οι
περιστοματικές φλεγμονές αποτελούν
σημαντικές πληροφορίες για την εκτίμηση
της σοβαρότητας και της συχνότητας της
σιελόρροιας καθώς και για την επίδραση
στην ποιότητα ζωής του ασθενούς και της
οικογένειάς του.
Αφού
γίνει η εκτίμηση από την ιατρική ομάδα
και ανάλογα με την κατάσταση του ασθενούς
συνιστούνται:
Α.
Ασκήσεις βελτίωσης κινήσεων στόματος
και κατάποσης που στόχο έχουν να:
- ομαλοποιήσουν
τον μυϊκό τόνο - σταθεροποιήσουν
τη θέση σώματος και κεφαλής - σταθεροποιήσουν
και συντονίσουν τις κινήσεις των γνάθων
και το κλείσιμο των χειλέων - μειώσουν
τις αθετωσικές κινήσεις της γλώσσας - αυξήσουν
την αισθητικότητα της στοματικής οδού - βελτιώσουν
την κατάποση
Β.
Θεραπεία συμπεριφοράς
Τα
λεκτικά και ακουστικά ερεθίσματα
χρησιμοποιούνται στην προσπάθεια να
αυξήσουν τη συχνότητα και την
αποτελεσματικότητα της κατάποσης.
Γ.
Φαρμακευτική αντιμετώπιση
- Αντιχολινεργικά
φάρμακα που μειώνουν τον όγκο της
σιελόρροιας, αλλά παρουσιάζουν
ανεπιθύμητες ενέργειες δημιουργώντας
επιπλέον προβλήματα σε έναν πληθυσμό
που ήδη παρουσιάζει ανάλογες δυσκολίες - Βοτουλινική
(αλλαντική) τοξίνη (τύπου Α) (BOTOX), η οποία
δρα στις χολινεργικές παρασυμπαθητικές
εκκριτικές-κινητικές ίνες του σιελογόνου
αδένα με αποτέλεσμα τη μείωση έκκρισης
σάλιου.
Δ.
Χειρουργική αντιμετώπιση
H
χειρουργική αντιμετώπιση ενδείκνυται
μετά την αποτυχία τουλάχιστον 6μήνης
συντηρητικής αντιμετώπισης, καθώς και
σε ασθενείς με μέτρια προς μεγάλη
σιελόρροια των οποίων η γνωστική
λειτουργία αποκλείει την αντιμετώπιση
με συντηρητική αγωγή. Η χειρουργική
επέμβαση είναι καλύτερα να γίνεται μετά
την ηλικία των 6 ετών, προκειμένου να
δοθεί χρόνος για πλήρη ωρίμανση της
λειτουργίας του συντονισμού των κινήσεων
του στόματος και της κατάποσης.
Γράφει
ο
Μιχαήλ Τσακανίκος
Χειρουργός-ΠαιδοΩτοΡινοΛαρυγγολόγος
Συντονιστής Διευθυντής Β’
ΠαιδοΩτοΡινοΛαρυγγολογικής Κλινικής
Παίδων ΜΗΤΕΡΑ
Πηγή