Ο υπερθυρεοειδισμός είναι μια συχνή πάθηση που επηρεάζει μεγάλο ποσοστό του πληθυσμού.
Ο αδένας των πασχόντων παράγει μεγαλύτερες ποσότητες θυρεοειδικών ορμονών από αυτές που έχει ανάγκη ο οργανισμός, με συνέπεια την πρόκληση δυσάρεστων και δυνητικά σοβαρών καταστάσεων.
Εμφανίζεται και στα δύο φύλα, τις περισσότερες φορές μεταξύ των ηλικιών 20-40, αν και από αυτόν πάσχουν σε δεκαπλάσιο ποσοστό γυναίκες απ’ ότι άνδρες.
Η πάθηση προκαλεί ακανόνιστους ή/και ασυνήθιστα γρήγορους καρδιακούς παλμούς, συσπάσεις ή τρέμουλο, απώλεια βάρους, κόπωση και αδυναμία, δυσκολία στον ύπνο, νευρικότητα, άγχος και ευερεθιστότητα, διακυμάνσεις της διάθεσης, ευαισθησία στη θερμότητα και βρογχοκήλη.
Ο υπερθυρεοειδισμός μπορεί να προκληθεί από τη νόσο του Graves, όζους στον θυρεοειδή, και ορισμένα φάρμακα. Αντιμετωπίζεται είτε με φαρμακευτική αγωγή, η οποία σταματά την υπερπαραγωγή των ορμονών, είτε με ραδιενεργό ιώδιο, που καταστρέφει κύτταρα του αδένα για να μην παράγει πια μεγάλες ποσότητες ορμονών.
Επίσης μπορεί να γίνει χειρουργική αφαίρεση μέρους ή του συνόλου του θυρεοειδούς αδένα.
Σε πάσχοντες, οι οποίοι αντιμετωπίστηκαν με ραδιενεργό ιώδιο ή χειρουργική επέμβαση, παρατηρήθηκε μειωμένη θνησιμότητα, σύμφωνα με αποτελέσματα έρευνας που παρουσιάστηκε στο ετήσιο συνέδριο της Αμερικανικής Ενδοκρινικής Εταιρείας (ENDO 2023).
Οι οριστικές θεραπείες της πάθησης φαίνεται να συντελούν στο κέρδος περισσότερων χρόνων ζωής, παρά τον κίνδυνο μικρής αύξησης του σωματικού βάρους.
Για τις ανάγκες της έρευνας οι ερευνητές εντόπισαν και παρακολούθησαν για 12 έτη, 55.318 ασθενείς με νεοδιαγνωσθέντα υπερθυρεοειδισμό, που έλαβαν θεραπεία με αντιθυρεοειδικά φάρμακα (77,6%), ραδιοϊώδιο (14,6%) ή θυρεοειδεκτομή (7,8%) από μια βάση δεδομένων ηλεκτρονικών αρχείων υγείας του πληθυσμού του Ηνωμένου Βασιλείου για τη μελέτη EGRET.
Εξέτασαν την ολική θνησιμότητα και ειδικότερα την εμφάνιση καρδιαγγειακών παθήσεων, καθώς και την αύξηση σωματικού βάρους μετά τη θεραπεία.
Το ποσοστό των ασθενών που απεβίωσε στο παραπάνω χρονικό διάστημα ήταν: 14,1% από την ομάδα που έπαιρνε φαρμακευτική αγωγή, 18,7% εκείνων που έκαναν θεραπεία με ραδιοϊώδιο και 9,2% εκείνων που υποβλήθηκαν σε χειρουργική επέμβαση.
Συγκριτικά με τον γενικό πληθυσμό, η πιθανότητα μειωμένου προσδόκιμου ζωής για τις ομάδες που έλαβαν θεραπεία ήταν αυξημένη: 2,10 φορές για τους ασθενείς που έλαβαν ραδιοϊωδοθεραπεία, 2,13 φορές για όσους υποβλήθηκαν σε χειρουργική επέμβαση και 2,71 φορές για όσους διαχειρίστηκαν την πάθησή τους με φαρμακευτική αγωγή.
Επίσης, όσοι λάμβαναν φαρμακευτική αγωγή ήταν λεπτότεροι από το αναμενόμενο, γεγονός που υποδηλώνει υποθεραπεία. Η θυρεοειδεκτομή συσχετίστηκε με αυξημένη πιθανότητα παχυσαρκίας τόσο στους άνδρες όσο και στις γυναίκες. Η θεραπεία με ραδιοϊώδιο οδήγησε σε αυξημένο κίνδυνο παχυσαρκίας στις γυναίκες, αλλά όχι στους άνδρες.
Ο κίνδυνος για αύξηση του σωματικού βάρους ήταν μειωμένος με αυτές τις οριστικές θεραπείες και σύμφωνα με τους ερευνητές το τίμημα που πρέπει να πληρώσει κανείς για να ζήσει περισσότερο δεν είναι μεγάλο (2-3 κιλά).
Η θεραπεία βελτιώνει τα συμπτώματα και μειώνει τον κίνδυνο για μείζονα καρδιαγγειακά συμβάντα που αντιμετωπίζουν οι ασθενείς. Για παράδειγμα μειώνει τις πιθανότητες κολπικής μαρμαρυγής και εγκεφαλικού επεισοδίου, που συμβάλλουν στην αύξηση της θνησιμότητας κατά 20%.
Πριν από την έναρξη της θεραπείας, η απώλεια σωματικού βάρους που παρατηρείται αναστρέφεται. Υπάρχει, ωστόσο, πιθανότητα η θεραπεία του υπερθυρεοειδισμού να οδηγήσει σε αύξηση κιλών, η οποία μπορεί να γίνει επίσης αιτία πρόκλησης καρδιαγγειακών προβλημάτων.
Η επιλογή της θεραπείας καθορίζεται λαμβάνοντας υπόψη τόσο τις προτιμήσεις του ασθενή, όσο και τα τρέχοντα ερευνητικά δεδομένα, αφού ορισμένες μελέτες υποδεικνύουν ότι το όφελος είναι διαφορετικό σε κάθε περίπτωση και κάθε θεραπεία έχει διαφορετικές επιπτώσεις στην καρδιαγγειακή υγεία και στη θνησιμότητα.
Τα ευρήματα θεωρούνται σημαντικά από τους ειδικούς και ενδεχομένως να επηρεάσουν ακόμα και τον τρόπο διαχείρισης αυτής της διαταραχής του θυρεοειδούς αδένα.
Πηγή