Οι δυτικές δίαιτες αυξάνουν τον κίνδυνο ανάπτυξης φλεγμονώδους νόσου του εντέρου και καρκίνου του παχέος εντέρου, σύμφωνα με μια ανασκόπηση-ορόσημο για το τι τρώνε οι άνθρωποι ανά τον κόσμο.
Η μελέτη έξι διαδεδομένων διατροφικών προτύπων εξέτασε πώς αυτό που καταναλώνουμε επηρεάζει το μικροβίωμα του εντέρου μας -την κοινότητα των μικροοργανισμών που ζουν στο έντερό μας- και πώς η μεταβαλλόμενη ισορροπία της σύνθεσης της διατροφής μας, επηρεάζει τη συνολική μας υγεία.
Η ανασκόπηση διεξήχθη από την APC Microbiome Ireland (APC), ένα ερευνητικό κέντρο στο Πανεπιστημιακό Κολλέγιο του Κορκ, στην Ιρλανδία, και την Αρχή Ανάπτυξης Γεωργίας και Τροφίμων της χώρας.
Η ανασκόπηση υπό τον τίτλο «Η αλληλεπίδραση μεταξύ της διατροφής και του μικροβιώματος του εντέρου: επιπτώσεις στην υγεία και την ασθένεια», με επικεφαλής την καθηγήτρια Catherine Stanton, εξέτασε τη μεσογειακή, την πλούσια σε φυτικές ίνες, τη χορτοφαγική, την πλούσια σε πρωτεΐνες, την κετογονική και τη δυτικού τύπου διατροφή.
Η ανασκόπηση αποκαλύπτει πώς οι διαφορετικές δίαιτες μεταβάλλουν σημαντικά τη σύνθεση και τη λειτουργικότητα του μικροβιώματος του εντέρου, αναδεικνύοντας την παραγωγή βασικών μορίων κατά τη διάρκεια του μεταβολισμού, όπως τα λιπαρά οξέα βραχείας αλύσου.
Υπογραμμίζει τις σοβαρές επιπτώσεις της δυτικής διατροφής, που χαρακτηρίζεται από υψηλή πρόσληψη λίπους και ζάχαρης, σε σύγκριση με τα οφέλη των διατροφών που περιέχουν πολλές τροφές φυτικής προέλευσης που είναι πλούσιες σε φυτικές ίνες.
Διαπιστώνει επίσης ότι η μεσογειακή διατροφή, η οποία είναι πλούσια σε φρούτα και λαχανικά, είναι αποτελεσματική στη διαχείριση παθήσεων όπως οι καρδιαγγειακές παθήσεις, τα ιδιοπαθή φλεγμονώδη νοσήματα του εντέρου και ο διαβήτης τύπου 2.
«Η ανασκόπησή μας αναδεικνύει τη βαθιά επίδραση των διαφορετικών διαιτών στο μικροβίωμα του εντέρου. Η κατανόηση αυτή είναι ζωτικής σημασίας για την ανάπτυξη διατροφικών συστάσεων που προάγουν την υγεία και προλαμβάνουν τις ασθένειες. Είναι συναρπαστικό να βλέπουμε πώς οι διατροφικές επιλογές μπορούν να επηρεάσουν την ισορροπία των μικροοργανισμών στο έντερό μας και τις μεταβολικές τους λειτουργίες», δήλωσε η Stanton.
Η ανασκόπηση προσφέρει πολύτιμες γνώσεις για τη βιομηχανία τροφίμων και τους επαγγελματίες υγείας, καθοδηγώντας τους στη λήψη τεκμηριωμένων αποφάσεων σχετικά με τη διατροφή και την υγεία. Η λεπτομερής ανάλυση του τρόπου με τον οποίο οι διαφορετικές δίαιτες επηρεάζουν το μικροβίωμα, παρέχει μια βάση για την ανάπτυξη στοχευμένων διατροφικών θεραπειών και τη βελτίωση της δημόσιας υγείας.
Ο καθηγητής Paul Ross, διευθυντής του APC Microbiome Ireland, πρόσθεσε: «Αυτή η ανασκόπηση αποτελεί σημαντικό ορόσημο στην έρευνα του μικροβιώματος. Παρέχει μια λεπτομερή ματιά στον τρόπο με τον οποίο τα διατροφικά πρότυπα διαμορφώνουν το μικροβίωμα του εντέρου και υπογραμμίζει τις δυνατότητες για παρεμβάσεις με βάση τη διατροφή στην κλινική πρακτική. Παρέχει απτά δεδομένα για το πώς το μικροβίωμα είναι εγγενώς σχετικό με τη δημιουργία ωφελειών για τη δημόσια υγεία».
Η ανασκόπηση υπογραμμίζει επίσης την ανάγκη διεξαγωγής μελετών για την καλύτερη κατανόηση των αιτιωδών σχέσεων μεταξύ των ατόμων, της διατροφής τους και των μικροοργανισμών. Η κατανόηση αυτή είναι ζωτικής σημασίας για την προώθηση της διατροφής ακριβείας και την ανάπτυξη θεραπειών με βάση το μικροβίωμα, προσαρμοσμένων στις ατομικές ανάγκες υγείας.
Τα ευρήματα δημοσιεύονται στην επιθεώρηση Nature Reviews Microbiology.
Πηγή