Οι ηλικιωμένοι με κυμαινόμενα επίπεδα χοληστερόλης και τριγλυκεριδίων, κινδυνεύουν περισσότερο να αναπτύξουν Αλτσχάιμερ ή άλλες μορφές άνοιας, σε σύγκριση με όσους έχουν σταθερά επίπεδα, σύμφωνα με νέα έρευνα.
Οι ερευνητές χρησιμοποίησαν δεδομένα υγειονομικής περίθαλψης για να εντοπίσουν 11.571 άτομα ηλικίας 60 ετών και άνω που δεν είχαν διαγνωστεί με Αλτσχάιμερ ή άνοια.
Εξέτασαν τα επίπεδα ολικής χοληστερόλης, τριγλυκεριδίων, LDL και HDL χοληστερόλης σε τουλάχιστον τρεις διαφορετικές ημέρες, πέντε χρόνια πριν από την έναρξη της μελέτης.
Στη συνέχεια χώρισαν τους συμμετέχοντες σε πέντε ομάδες με βάση τις μετρήσεις και πόσο κυμαίνονταν μεταξύ τους.
Οι συμμετέχοντες παρακολουθήθηκαν κατά μέσο όρο για 13 χρόνια. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, 2.473 άτομα εμφάνισαν Αλτσχάιμερ ή άλλη μορφή άνοιας.
Αφού έλαβαν υπόψιν παράγοντες που θα μπορούσαν να επηρεάσουν τον κίνδυνο άνοιας, όπως το φύλο, η φυλή, το μορφωτικό επίπεδο και οι θεραπείες μείωσης των λιπιδίων, οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι οι συμμετέχοντες με τις μεγαλύτερες διακυμάνσεις χοληστερόλης, είχαν 19% αυξημένο κίνδυνο άνοιας σε σύγκριση με εκείνους με τις λιγότερες. Από τα 2.311 άτομα που ανήκαν στην υψηλότερη ομάδα, οι 515 εμφάνισαν άνοια σε σύγκριση με τους 483 της αντίστοιχης ομάδας με τις χαμηλότερες διακυμάνσεις.
Αναφορικά με τα τριγλυκερίδια, τα άτομα με τις μεγαλύτερες διακυμάνσεις, είχαν 23% αυξημένο κίνδυνο.
Οι ερευνητές δεν βρήκαν σχέση μεταξύ των διακυμάνσεων της LDL και της HDL και του αυξημένου κινδύνου άνοιας.
«Απαιτούνται επειγόντως στρατηγικές πρόληψης για τη νόσο Αλτσχάιμερ και τις άνοιες», δήλωσε η συγγραφέας της μελέτης Suzette J. Bielinski, από της Mayo Clinic στο Ρότσεστερ της Μινεσότα.
«Οι συνήθεις έλεγχοι για τα επίπεδα χοληστερόλης και τριγλυκεριδίων γίνονται ως μέρος της τυπικής ιατρικής περίθαλψης. Οι διακυμάνσεις αυτών των αποτελεσμάτων με την πάροδο του χρόνου θα μπορούσαν ενδεχομένως να μας βοηθήσουν να εντοπίσουμε ποιος διατρέχει μεγαλύτερο κίνδυνο για άνοια, να μας βοηθήσει να κατανοήσουμε τους μηχανισμούς για την ανάπτυξη άνοιας και τελικά να καθορίσουμε εάν η εξομάλυνση αυτών των διακυμάνσεων θα μπορούσε να διαδραματίσει ρόλο στη μείωση του κινδύνου άνοιας».
Τα ευρήματα δημοσιεύτηκαν στο περιοδικό της Αμερικανικής Ακαδημίας Νευρολογίας, Neurology.
Πηγή