Η ελονοσία, γνωστή και ως μαλάρια, είναι λοιμώδες νόσημα που προκαλείται από το παράσιτο (πλασμώδιο) της ελονοσίας και μεταδίδεται κυρίως μέσω δήγματος (τσιμπήματος) μολυσμένου θηλυκού ανωφελούς κουνουπιού (Anopheles).
Η ελονοσία ενδημεί σε σχεδόν 100 χώρες, κυρίως της υποσαχάριας Αφρικής και της Ασίας.
Σύμφωνα με το Κέντρο Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων (ΚΕΕΛΠΝΟ), στην Ελλάδα η νόσος εκριζώθηκε το 1974, μετά από εντατικό και επίπονο πρόγραμμα καταπολέμησης (1946-1960). Έκτοτε, καταγράφονται στην Ελλάδα ετησίως περίπου 20-50 περιστατικά που σχετίζονται στη μεγάλη τους πλειονότητα με ταξίδι ή παραμονή σε ενδημική για την ελονοσία χώρα (εισαγόμενα περιστατικά).
Λιγότερο συχνοί τρόποι μετάδοσης είναι η μετάγγιση μολυσμένου αίματος, ημεταμόσχευση, οι μολυσμένες βελόνες και από τη μητέρα στο έμβρυο στη διάρκεια της εγκυμοσύνης. Η ελονοσία δεν μεταδίδεται άμεσα από άνθρωπο σε άνθρωπο μέσω της συνήθους κοινωνικής (π.χ. άγγιγμα, φιλί), σεξουαλικής ή άλλης επαφής, αλλά απαιτείται η μεσολάβηση του κουνουπιού.
Μετάδοση & κύκλος ζωής του παρασίτου στον άνθρωπο και στο κουνούπι
Τα κουνούπια χαρακτηρίζονται ως «χορτοφάγα», καθώς προτιμούν να τρέφονται με νέκταρ και χυμούς από φρούτα. Κατά τη διάρκεια της κυοφορίας, όμως, αναζητούν να τραφούν με ανθρώπινο αίμα, καθώς θέλουν να χρησιμοποιήσουν τα θρεπτικά του συστατικά για την ανάπτυξη των αυγών τους.
Όταν ένα μολυσμένο κουνούπι τσιμπήσει ένα υγιές άτομο, τα παράσιτα περνούν στην κυκλοφορία του αίματος του ατόμου με τη μορφή σποροζωιτών οι οποίοι φτάνουν μέσα σε λίγα λεπτά στο ήπαρ και εισέρχονται στα κύτταρά του. Εκεί αναπτύσσονται και πολλαπλασιάζονται, δημιουργώντας τους λεγόμενους σχιστοζωίτες, από τους οποίους προκύπτουν οι μεροζωίτες που στη συνέχεια απελευθερώνονται στην κυκλοφορία. Οι μεροζωίτες προσβάλλουν στη συνέχεια τα ερυθρά αιμοσφαίρια˙ εκεί αναπτύσσονται και πολλαπλασιάζονται και τελικά προκαλούν ρήξη των ερυθροκυττάρων, κάτι που έχει σαν αποτέλεσμα τη μαζική καταστροφή ερυθροκυττάρων, την απελευθέρωση στην κυκλοφορία χιλιάδων μεροζωιτών και τελικά την εμφάνιση συμπτωμάτων της νόσου.
Μερικά από τα μολυσμένα ερυθροκύτταρα, όμως, ακολουθούν ένα άλλο μονοπάτι, εξελισσόμενα στα λεγόμενα γαμετοκύτταρα, τα οποία παραμένουν στο ανθρώπινο αίμα για κάποιες μέρες και μπορούν να αναρροφηθούν από ένα άλλο κουνούπι σε ένα επόμενο τσίμπημα και να το μολύνουν. Τα γαμετοκύτταρα, μέσα στον οργανισμό του κουνουπιού, αναπτύσσονται σχηματίζοντας σποροζωίτες κι έτσι ολοκληρώνεται ένας κύκλος ζωής του παρασίτου, ενώ ένας επόμενος θα ξεκινήσει όταν αυτό το μολυσμένο κουνούπι θελήσει να τσιμπήσει έναν άλλο άνθρωπο στον οποίο και θα μεταφέρει το παράσιτο.
Ποια είναι τα συμπτώματα της ελονοσίας
Η κλινική εικόνα της νόσου ποικίλλει από ασυμπτωματική έως και σοβαρή νόσηση ή και θάνατο.
Τα κύρια και πιο συνηθισμένα συμπτώματα της ελονοσίας είναι:
– υψηλός πυρετός
– ρίγος
– εφίδρωση
– κεφαλαλγία
– μυαλγία
– γενική αδιαθεσία
– συμπτώματα γριπώδους συνδρομής
Ο πυρετός μπορεί να εμφανίζεται κάθε δεύτερη ή κάθε τρίτη ημέρα, χωρίς όμως αυτό να παρατηρείται συχνά (συνήθως εμφανίζεται καθημερινά).
Άλλα συμπτώματα που μπορούν να εμφανιστούν είναι: ναυτία, εμετός, διάρροια, κοιλιακός πόνος. Επιπλέον, σε ορισμένες περιπτώσεις μπορεί να εκδηλωθεί αναιμία και ίκτερος (κίτρινη χροιά των ματιών, του δέρματος και των βλεννογόνων) εξαιτίας της καταστροφής των ερυθρών αιμοσφαιρίων του αίματος (αιμόλυση).
Αν δεν δοθεί η κατάλληλη θεραπεία, σε σοβαρές μορφές της νόσου μπορεί να παρουσιαστούν νευρολογικά συμπτώματα, νεφρική ή αναπνευστική ανεπάρκεια.
Πόσο σύντομα εμφανίζονται τα συμπτώματα
Στις περισσότερες περιπτώσεις και ανάλογα με το είδος του πλασμωδίου, τα συμπτώματα εμφανίζονται 1 έως 4 εβδομάδες μετά το τσίμπημα του μολυσμένου κουνουπιού, όμως μπορεί να εμφανιστούν έως και 1 χρόνο μετά τη μόλυνση.
Ποια είναι η θεραπεία της ελονοσίας
Η ελονοσία είναι ιάσιμη νόσος και θεραπεύεται αποτελεσματικά εάν διαγνωσθεί εγκαίρως και ο ασθενής λάβει την κατάλληλη θεραπευτική αγωγή. Υπάρχουν διάφορα αποτελεσματικά ανθελονοσιακά φάρμακα. Η θεραπεία της ελονοσίας (είδος φαρμάκου και διάρκεια της θεραπείας) εξαρτάται από το είδος του πλασμωδίου που προκαλεί τη λοίμωξη και την περιοχή στην οποία συνέβη η μόλυνση, λόγω της εμφάνισης αντοχής σε μερικά από τα ανθελονοσιακά φάρμακα σε ορισμένες χώρες, Η θεραπεία εξαρτάται επίσης από το πόσο σοβαρή είναι η νόσος, από την ηλικία και τις χρόνιες παθήσεις του ασθενούς και από το εάν υφίσταται ή αναμένεται εγκυμοσύνη.
Η θεραπεία συνιστάται να ξεκινάει έγκαιρα στα πρώτα στάδια της νόσου, πριν αυτή εξελιχθεί σε σοβαρή μορφή. Η έγκαιρη διάγνωση και θεραπεία είναι απαραίτητες τόσο για τη βελτίωση της πρόγνωσης του ασθενούς, όσο και για τη διακοπή της αλυσίδας μετάδοσης της ελονοσίας.
Ποια άτομα κινδυνεύουν περισσότερο
– Όλα τα άτομα που ταξιδεύουν σε ενδημικές για την ελονοσία χώρες, οπότε πρέπει να λαμβάνεται η ενδεικνυόμενη χημειοπροφύλαξη.
– Οι μετανάστες από χώρες στις οποίες ενδημεί η ελονοσία, όταν επιστρέφουν στη χώρα καταγωγής τους μετά από κάποια χρόνια, για να επισκεφτούν συγγενείς (λόγω της μειωμένης ανοσίας που έχουν πια για την ασθένεια μπορεί να νοσήσουν σοβαρά).
– Οι ομάδες ανθρώπων που κινδυνεύουν περισσότερο όταν νοσήσουν είναι τα μικρά παιδιά, οι έγκυες και οι ασθενείς σε ανοσοκαταστολή γενικότερα, οπότε σε αυτούς δεν συνιστάται η επίσκεψη ενδημικών για την ελονοσία χωρών (και ποτέ χωρίς προφύλαξη).
Πηγές: ΚΕΕΛΠΝΟ, MalariaSite, MalWest