Τετάρτη , 6 Νοέμβριος 2024
Ενδομητρίωση: ένα «κρυφό» αίτιο υπογονιμότητας!

Ενδομητρίωση: ένα «κρυφό» αίτιο υπογονιμότητας!

Η ενδομητρίωση είναι μία γυναικολογική πάθηση, η οποία συνδέεται με την εμφάνιση υπογονιμότητας στη γυναίκα. Με τον όρο ενδομητρίωση αναφερόμαστε στην εμφύτευση ενδομητρικού ιστού έξω από τη μήτρα.

Το ενδομήτριο, το οποίο είναι το «δέρμα», που καλύπτει το εσωτερικό της κοιλότητας της μήτρας, αποτελείται από ενδομητρικό ιστό. Ο ιστός αυτός, υπό φυσιολογικές συνθήκες, εντοπίζεται μόνο εντός της ενδομητρικής κοιλότητας.

Σε μία γυναίκα, που πάσχει από ενδομητρίωση, ενδομητρικός ιστός εντοπίζεται στο εξωτερικό της μήτρας, στις σάλπιγγες και στις ωοθήκες, ενώ έχουν περιγραφεί και περιστατικά, στα οποία ο ιστός αυτός εντοπίστηκε ακόμα και στον κόλπο, στο ορθό, στην ουροδόχο κύστη, στους ουρητήρες, αλλά και στα τοιχώματα της πυέλου και στα κοιλιακά τοιχώματα.
Η συνηθέστερη έδρα εμφύτευσης ενδομητρικού ιστού στην ενδομητρίωση είναι οι ωοθήκες, στις οποίες εμφανίζονται σε ορισμένες περιπτώσεις ευμεγέθεις κύστεις, που περιέχουν ένα καφέ, σαν ρευστή σοκολάτα, υγρό. Οι κύστεις αυτές αποκαλούνται ενδομητριώματα ή σοκολοατοειδείς κύστεις.

Φαίνεται, πως η ενδομητρίωση εμφανίζεται στο γενικό πληθυσμό των γυναικών με συχνότητα, η οποία κυμαίνεται από το 1% μέχρι και το 7%. Η πιθανότητα μια γυναίκα να εμφανίσει ενδομητρίωση επταπλασιάζεται, αν η νόσος αυτή έχει διαγνωσθεί σε μία συγγενή πρώτου βαθμού (μητέρα ή αδελφή).

Σύμφωνα με κάποιους μελετητές υφίσταται το ενδεχόμενο η εμφάνιση ενδομητρίωσης να καθίσταται πιθανότερη, αν η γυναίκα έχει βραχύ κύκλο, δηλαδή αν από την πρώτη ημέρα της μίας περιόδου μέχρι την πρώτη ημέρα της επόμενης περιόδου μεσολαβούν λιγότερες από 28 ημέρες.

Επίσης, υπάρχουν επιστημονικά στοιχεία, τα οποία συνηγορούν υπέρ της αύξησης της πιθανότητας εμφάνισης της ενδομητρίωσης, αν η γυναίκα έχει πολύ αίμα κατά την έμμηνο ρύση ή αν αυτή διαρκεί περισσότερες ημέρες.

Το συνηθέστερο σύμπτωμα, που συνδέεται με την ενδομητρίωση είναι η δυσμηνόρροια, ο έντονος δηλαδή πόνος κατά την περίοδο. Φυσικά η εμφάνιση δυσμηνόρροιας δεν συνδέεται πάντα με ενδομητρίωση. Αντίθετα το ποσοστό των γυναικών με δυσμηνόρροια, στις οποίες διαγιγνώσκεται ενδομητρίωση είναι σχετικά χαμηλό.

Ο πόνος στην περίοδο, που συνυπάρχει με ενδομητρίωση, έχει συνήθως κάποια συγκεκριμένα χαρακτηριστικά. Εν πρώτοις εμφανίζεται αφού η γυναίκα ενηλικιωθεί και συνήθως μετά το 20ο έτος της ηλικίας της, ενώ η έμμηνος ρύση μέχρι το χρονικό εκείνο σημείο ήταν σχετικά ανώδυνη. Επίσης, υποψία ενδομητρίωσης υφίσταται, αν ο πόνος εμφανίζεται πριν από την έναρξη της έμμηνου ρύσης και διαρκεί όσο διαρκεί η αιμόρροια, ενώ η έντασή του συχνά αυξάνεται προοδευτικά και σταματάει με το πέρας της αιμόρροιας. Η έκταση της ενδομητρίωσης δεν είναι απαραίτητο να αντικατοπτρίζεται στην ένταση του πόνου. Σε μερικές γυναίκες, οι οποίες εμφανίζουν εκτεταμένη νόσο, η περίοδος μπορεί να είναι ανώδυνη, ενώ άλλες με σχετικά μικρής έκτασης νόσο, μπορεί να αναφέρουν εξαιρετικά επώδυνη περίοδο.

Άλλα συμπτώματα, τα οποία συνδέονται με την εμφάνιση ενδομητρίωσης είναι η δυσπαρευνία (έτσι ονομάζεται ο πόνος κατά τη σεξουαλική επαφή) και ο χρόνιος πόνος στην πύελο. Επίσης έχουν περιγραφεί σπάνιες περιπτώσεις εμφύτευσης ενδομητρικού ιστού στους ουρητήρες και στο ορθό. Στις περιπτώσεις αυτές συχνά εμφανίζεται κωλικός του νεφρού και επώδυνες κενώσεις αντίστοιχα.

Ένα πολύ συχνό αίτιο, που ωθεί μια γυναίκα με ενδομητρίωση να αναζητήσει ιατρική βοήθεια είναι η υπογονιμότητα. Ο ενδομητρικός ιστός, ο οποίος εμφυτεύεται στις σάλπιγγες ή στις ωοθήκες, φαίνεται πως αφενός εμποδίζει τη μετάβαση του ωαρίου από τις ωοθήκες μέσω των σαλπίγγων στην ενδομητρική κοιλότητα και επομένως αναστέλλει την γονιμοποίηση του ωαρίου, αφετέρου ενδεχομένως να παρεμποδίζει ακόμα και αυτήν καθεαυτήν την παραγωγή ωαρίων από τις ωοθήκες.

Δυστυχώς, αξιόπιστο μέσο πρόληψης της εμφάνισης ενδομητρίωσης δεν φαίνεται να υπάρχει, τουλάχιστον από τα μέχρι στιγμής επιστημονικά δεδομένα.

Επομένως, σε ό,τι αφορά την ενδομητρίωση μπορούμε να επέμβουμε μόνο θεραπευτικά. Η ενδομητρίωση επιδεινώνεται με το πέρασμα του χρόνου. Φαίνεται πως σε ποσοστό από 30% έως 60% των γυναικών, που έχουν διαγνωστεί με ενδομητρίωση, η νόσος θα επεκταθεί. Δεν είναι εφικτό να εντοπίσουμε σε ποιες τελικά γυναίκες η κατάσταση θα επιδεινωθεί. Συνεπώς, είναι ιδιαίτερα σημαντικό η διάγνωση να γίνει έγκαιρα, ώστε να προχωρήσουμε στην θεραπεία το νωρίτερο δυνατό.

Η διάγνωση της ενδομητρίωσης έχει ως αφετηρία τη λήψη λεπτομερούς ιστορικού, εκ του οποίου ενδέχεται να προκύψουν «ύποπτα» στοιχεία, που συνδέονται με τη νόσο. Ευρήματα, που μπορεί να ενισχύσουν την υποψία για ενδομητρίωση, σε μερικές περιπτώσεις προκύπτουν και από ένα υπερηχογράφημα των έσω γεννητικών οργάνων, στο οποίο εντοπίζονται κάποιες κύστεις ή μορφώματα με χαρακτηριστικά ενδομητριώματος.

Εντούτοις, ο «χρυσός κανόνας» στην διάγνωση της ενδομητρίωσης, το μέσο δηλαδή που καθιστά τη διάγνωση απόλυτη, είναι η λαπαροσκόπηση. Με τη λαπαροσκόπηση εξάλλου επιτυγχάνεται και η αφαίρεση του ενδομητρικού ιστού, που βρίσκεται εκτός μήτρας, επομένως η επέμβαση αυτή χρησιμοποιείται συγχρόνως τόσο διαγνωστικά, όσο και θεραπευτικά. Με την αφαίρεση του ιστού αυτού κατά μεγάλο ποσοστό επιτυγχάνεται η μείωση του πόνου στην πύελο, ενώ βελτιώνονται σε μεγάλο βαθμό και οι πιθανότητες του ζευγαριού να επιτύχει σύλληψη.

Μετά από λαπαροσκοπική επέμβαση η σύλληψη μπορεί να γίνει ακόμα και φυσιολογικά. Συχνά όμως, ακόμα και μετά την αφαίρεση του ενδομητρικού ιστού, απαιτείται η καταφυγή σε μεθόδους υποβοηθούμενης αναπαραγωγής, όπως η σπερματέγχυση ή η εξωσωματική γονιμοποίηση.

Οι πιθανότητες επιτυχίας της εξωσωματικής γονιμοποίησης αυξάνονται σημαντικά, αν έχει προηγηθεί η λαπαροσκοπική αφαίρεση του ενδομητρικού ιστού, που εντοπίζεται εκτός της μήτρας.

Συχνά, στα πλαίσια της θεραπείας της ενδομητρίωσης χορηγούνται και φάρμακα τα οποία αναστέλλουν την έμμηνο ρύση για κάποιο χρονικό διάστημα, το οποίο κατά περίπτωση κυμαίνεται από τους 6 μέχρι τους 12 μήνες, ή αντισυλληπτικά δισκία, τα οποία λαμβάνονται καθημερινά και χωρίς διακοπή για διάστημα 6 έως 12 μηνών. Η φαρμακευτικές θεραπείες αυτές φαίνεται πως περιορίζουν και τις υποτροπές της νόσο, οι οποίες εμφανίζονται αρκετά συχνά.

Η ενδομητρίωση είναι λοιπόν μία νόσος, η οποία προσβάλλει γυναίκες αναπαραγωγικής ηλικία και συνδέεται με την εμφάνιση δυσμηνόρροιας και υπογονιμότητας. Η θεραπεία είναι η λαπαροσκοπική επέμβαση, αλλά συχνά χορηγείται και φαρμακευτική αγωγή.

 

 

 

 

 

Πηγή: mothersblog.gr