Οι άνθρωποι που έχουν δυσανεξία στη λακτόζη μπορεί να είναι λιγότερο πιθανό να αναπτύξουν ορισμένες μορφές καρκίνου, σύμφωνα με νέα έρευνα από το πανεπιστήμιο του Lund στη Σουηδία.
Για τις ανάγκες της έρευνας οι επιστήμονες μελέτησαν επιμέρους έρευνες και στατιστικά δεδομένα επάνω σε 23.000 ανθρώπους με δυσανεξία στη λακτόζη, καθώς και τα μέλη των οικογενειών τους.
Τα άτομα με δυσανεξία στη λακτόζη έχουν δυσκολία στην πέψη της λακτόζης -ένα σάκχαρο που βρίσκεται στα γαλακτοκομικά προϊόντα- επειδή έχουν χαμηλά ή ανύπαρκτα επίπεδα του ενζύμου λακτάση που είναι απαραίτητο για την πέψη της λακτόζης, σύμφωνα με το αμερικανικό Εθνικό Ινστιτούτο Διαβήτη και Πεπτικών και Νεφρικών Νοσημάτων.
Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι εκείνοι που είχαν προβλήματα στην πέψη των γαλακτοκομικών προϊόντων είχαν χαμηλότερα ποσοστά εμφάνισης καρκίνου στον πνεύμονα, τον μαστό και τις ωοθήκες από εκείνους που δεν είχαν δυσανεξία στη λακτόζη.
Ωστόσο, τα αδέλφια και οι γονείς των ατόμων με δυσανεξία στη λακτόζη είχαν τον ίδιο κίνδυνο για εκδήλωση καρκίνου με τα άτομα του γενικού πληθυσμού, γεγονός που υποδηλώνει ότι ο μειωμένος κίνδυνος καρκίνου σε άτομα με δυσανεξία στη λακτόζη μπορεί να σχετίζεται με τη διατροφή τους.
Τα άτομα με δυσανεξία στη λακτόζη συχνά καταναλώνουν χαμηλά επίπεδα του γάλακτος και άλλων γαλακτοκομικών προϊόντων.
“Ωστόσο, θα ήταν λάθος να συμπεράνουμε ότι το γάλα αποτελεί παράγοντα κινδύνου για τους καρκίνους αυτούς”, υποστηρίζει η επικεφαλής της έρευνας, καθηγήτρια Jianguang Ji.
Σύμφωνα με τους επιστήμονες, η μείωση του κινδύνου ορισμένων καρκίνων σε άτομα με δυσανεξία στη λακτόζη μπορεί να οφείλεται σε παράγοντες όπως η χαμηλότερη πρόσληψη θερμίδων λόγω μειωμένης κατανάλωσης γάλακτος, ή μπορεί να υπάρχουν προστατευτικά συστατικά σε φυτικά ροφήματα που χρησιμοποιούνται κατά κόρον ως υποκατάστατα του γάλακτος.
“Πρέπει να ερμηνεύσουμε τα αποτελέσματα αυτά με προσοχή, διότι η συσχέτιση που διαπιστώσαμε είναι ανεπαρκής για να εξάγουμε συμπεράσματα αιτίας και αποτελέσματος (…) Απαιτούνται περαιτέρω μελέτες για να εντοπιστούν οι παράγοντες που εξηγούν τα αποτελέσματα της μελέτης”, αναφέρει χαρακτηριστικά η Jianguang Ji.
Η έρευνα δημοσιεύθηκε στην επιστημονική επιθεώρηση British Journal of Cancer.
Πηγή: onmed.gr