Ο καρκίνος του θυρεοειδούς αδένα είναι το συχνότερο κακόηθες νεόπλασμα του ενδοκρινικού συστήματος, εντούτοις είναι μία σχετικά σπάνια κακοήθεια (1 έως 3% του συνόλου των νεοπλασιών).
Σύμφωνα με τον Καθηγητή Πυρηνικής Ιατρικής στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων και Πρόεδρο της Ελληνικής Εταιρείας Πυρηνικής Ιατρικής & Μοριακής Απεικόνισης (ΕΕΠΙ&ΜΑ) κ. Ανδρέα Φωτόπουλο, η νόσος απαντάται 2 έως 3 φορές συχνότερα στις γυναίκες.
Τα τελευταία 30 χρόνια έχει αυξηθεί κατά πολύ ο αριθμός των ασθενών που διαγιγνώσκονται με τη νόσο, πιθανότατα λόγω της ευρείας χρήσης απεικονιστικών εξετάσεων (υπερηχογράφημα, αξονική και μαγνητική τομογραφία, σπινθηρογράφημα κ.ά.), με τις οποίες ανακαλύπτονται τυχαία θυρεοειδικοί όζοι, των οποίων η διερεύνηση οδηγεί στην πρώιμη διάγνωση της νόσου.
Το 20 έως 50% του γενικού πληθυσμού έχει όζους στον θυρεοειδή, ωστόσο μόνο το 5-10% αυτών είναι κακοήθεις. Η διάγνωση του καρκίνου του θυρεοειδούς γίνεται με βιοψία του ύποπτου όζου με τη χρήση λεπτής βελόνας (FNA). Παρά την αύξηση της επίπτωσης της νόσου, η θνητότητά της παραμένει σταθερή (κάτω του 1%), λόγω της έγκαιρης και αποτελεσματικής αντιμετώπισής της.
Στους παράγοντες κινδύνου πρόκλησης του θυρεοειδικού καρκίνου περιλαμβάνονται, σύμφωνα με τον καθηγητή, το ιστορικό έκθεσης σε ιοντίζουσα ακτινοβολία στην περιοχή κεφαλής- τραχήλου κατά την παιδική ηλικία, καθώς και το οικογενειακό ιστορικό καρκίνου θυρεοειδούς ή συνδρόμου πολλαπλής ενδοκρινικής νεοπλασίας (MEN) τύπου 2.
Παράγοντες που επηρεάζουν αρνητικά την πρόγνωση της νόσου είναι το άρρεν φύλο, η ηλικία μικρότερη των 20 ή μεγαλύτερη των 45 ετών, η πολυεστιακή εντόπιση της νόσου και στους δύο λοβούς του αδένα, ένα μέγεθος κακοήθους όζου μεγαλύτερο των 4 εκατοστών, η εξωθυρεοειδική επέκταση της νόσου και η ύπαρξη μεταστάσεων κατά τη διάγνωση.
Αν και η νόσος συχνά δεν προκαλεί συμπτώματα, ένας ευμεγέθης κακοήθης όζος μπορεί να εκδηλωθεί με τραχηλική δυσφορία, δυσκαταποσία, βραχνάδα φωνής, ή/και με κάποια θυρεοειδική ορμονική διαταραχή (υποθυρεοειδισμό ή υπερθυρεοειδισμό). Μόνο ένα μικρό ποσοστό (3%) των ασθενών με καρκίνο του θυρεοειδούς έχουν μεταστατική διασπορά της νόσου κατά τη στιγμή της αρχικής διάγνωσης.
Οι μεταστάσεις εντοπίζονται κυρίως στους λεμφαδένες του τραχήλου και σπανιότερα σε απομακρυσμένες θέσεις, όπως στους πνεύμονες ή τα οστά. Όπως επισημαίνει ο κ. Φωτόπουλος, η νόσος εμφανίζεται με διάφορους ιστολογικούς τύπους. Ο διαφοροποιημένος καρκίνος του θυρεοειδούς (ΔΚΘ) είναι ο συχνότερος τύπος και περιλαμβάνει το θηλώδες και το θυλακιώδες καρκίνωμα. Το θηλώδες καρκίνωμα είναι η συχνότερη (70-80%) και λιγότερο επιθετική μορφή της νόσου. Συνήθως διαγιγνώσκεται σε αρχικό στάδιο και έχει άριστη πρόγνωση και εξαιρετική επιβίωση, παρόμοια με του γενικού πληθυσμού.
Το θυλακιώδες καρκίνωμα είναι λιγότερο συχνό, με μεγάλη διακύμανση στις διάφορες περιοχές του κόσμου (5 ως 15%). Είναι συχνότερο σε ιωδοπενικές περιοχές και πιο επιθετικό από το θηλώδες, με σχετικά βραχύτερη επιβίωση, εν μέρει διότι μεγαλύτερο ποσοστό των ασθενών διαγιγνώσκεται σε προχωρημένο στάδιο. Άλλες, αρκετά σπανιότερες μορφές καρκίνου του θυρεοειδούς, με διαφορετική θεραπευτική προσέγγιση και πτωχότερη πρόγνωση, είναι το αναπλαστικό καρκίνωμα, το μυελοειδές καρκίνωμα, το λέμφωμα του θυρεοειδούς, το μεταστατικό καρκίνωμα κ.ά. Όπως σημειώνει ο καθηγητής, η θεραπεία του ΔΚΘ ξεκινά με την ολική χειρουργική αφαίρεση του αδένα (θυρεοειδεκτομή).
Πέραν της αφαίρεσης του διαγνωσμένου με FNA καρκινικού όζου, με την ολική θυρεοειδεκτομή επιτυγχάνεται η αφαίρεση και πιθανών μικρότερων καρκινικών εστιών στον υπόλοιπο αδένα (άνω του 40% των θυρεοειδικών καρκίνων είναι πολυεστιακοί), ενώ κατά τη διάρκεια της επέμβασης είναι δυνατή η εκτίμηση των τραχηλικών λεμφαδένων και η αφαίρεσή τους, σε περίπτωση που υπάρχει τοπική διασπορά της νόσου.
Ο κίνδυνος επιπλοκών από την επέμβαση είναι χαμηλός, ειδικά στα χέρια έμπειρου χειρουργού. Μετά την αφαίρεση του αδένα οι ασθενείς λαμβάνουν εφ’ όρου ζωής τη θυρεοειδική ορμόνη θυροξίνη ως φαρμακευτική αγωγή υποκατάστασης. Η θεραπεία του ΔΚΘ ολοκληρώνεται με τη χορήγηση ραδιοϊσοτοπικής θεραπείας (ΡΙΘ) ραδιενεργού ιωδίου-131, που χορηγείται από του στόματος (υπό μορφή κάψουλας), εντός εξαμήνου από τη θυρεοειδεκτομή και αφού έχει προηγηθεί κατάλληλη προετοιμασία του ασθενούς.
Σκοπός της ΡΙΘ είναι η καταστροφή (εκρίζωση) τυχόν μετεγχειρητικών υπολειμμάτων του αδένα και η μείωση του κινδύνου υποτροπής. Επιτρέπει επίσης την αξιόπιστη μετεγχειρητική παρακολούθηση της πορείας της νόσου, μέσω της μέτρησης των επιπέδων της ορμόνης θυρεοσφαιρίνης στο αίμα. Η ΡΙΘ με ιώδιο-131 χορηγείται σε τμήματα πυρηνικής ιατρικής και περιλαμβάνει τη νοσοκομειακή νοσηλεία του ασθενούς σε ειδικά θωρακισμένο δωμάτιο για δύο συνήθως εικοσιτετράωρα. Η συνήθης χορηγούμενη δόση είναι 30-100 mCi και εξαρτάται από τον ιστολογικό τύπο του καρκίνου, την έκταση της νόσου, το μετεγχειρητικό υπόλειμμα του αδένα και την ηλικία του ασθενούς.
Σε περίπτωση απομακρυσμένων μεταστάσεων η δόση ενδέχεται να φθάσει τα 150-200 mCi. Αφού ο ασθενής λάβει εξιτήριο, επιστρέφει σπίτι με οδηγίες τήρησης κανόνων ακτινοπροστασίας των γύρω του για χρόνο 2-3 εβδομάδων. Η ΡΙΘ μπορεί να επαναληφθεί σε περίπτωση υποτροπής ή επέκτασης της νόσου. Η παρακολούθηση των ασθενών μετά την ολοκλήρωση της θεραπείας είναι επιβεβλημένη, τουλάχιστον μία έως δύο φορές το χρόνο, για τον έλεγχο πιθανής υποτροπής ή επέκτασης της νόσου. Γίνεται με κλινική εξέταση, μέτρηση της θυρεοσφαιρίνης στο αίμα, υπερηχογράφημα τραχήλου και ολόσωμο σπινθηρογράφημα μετά χορήγηση μικρής δόσης (2-5 mCi) ιωδίου-131.
Σε ορισμένες περιπτώσεις μπορεί να χρειαστεί αξονική ή μαγνητική τομογραφία ή και σπινθηρογράφημα ποζιτρονικής τομογραφίας (PET). Γενικά, ο ΔΚΘ είναι νόσος εξαιρετικής πρόγνωσης, με την έγκαιρη διάγνωση και σωστή αντιμετώπιση να οδηγούν στη θεραπεία στην πλειονότητα των περιπτώσεων.
Πηγή: onmed.gr