Οι διαγνωστικές εξετάσεις που κάνει μια γυναίκα για να εκτιμηθεί αν κινδυνεύει να εκδηλώσει καρδιαγγειακό επεισόδιο ή εγκεφαλικό φέρουν μεγαλύτερη ακρίβεια εφόσον γίνουν πριν από την εμμηνόπαυση.
Οι ειδικοί υποστηρίζουν ότι τα διαγνωστικά τεστ χοληστερόλης, αρτηριακής πίεσης, γλυκόζης, που χρησιμοποιούνται, μαζί με το δείκτη μάζας σώματος για την πρόβλεψη των πιο πάνω κινδύνων είναι πιο αξιόπιστα όταν γίνονται πριν την ηλικία των 40.
Οι ερευνητές από το Πανεπιστήμιο του Πίτσμπουργκ κατέληξαν σε αυτό το συμπέρασμα αφού εξέτασαν 372 γυναίκες σε τρία διαφορετικά χρονικά διαστήματα:
-Πριν από την εμμηνόπαυση
-Ένα χρόνο μετά την εμμηνόπαυση και
-Πέντε χρόνια μετά την εμμηνόπαυση
Στις εξετάσεις στις οποίες υποβλήθηκαν μετά την εμμηνόπαυση προστέθηκε ένας υπέρηχος καρδιάς.
Τα επίπεδα της χοληστερόλης και της υπέρτασης προσδιορίζουν τον κίνδυνο εμφάνισης καρδιακών και εγκεφαλικών επεισοδίων, αλλά, σύμφωνα με την επικεφαλής της έρευνας, είναι προτιμότερο οι γυναίκες να υποβάλλονται σε αυτές τις εξετάσεις πριν από την εμμηνόπαυση, επειδή τα αποτελέσματα σε αυτή την ηλικιακή ομάδα δίνουν χρήσιμες πληροφορίες που αφορούν στην επί πολλά έτη αξιολόγηση του καρδιαγγειακού συστήματος.
Αντίθετα, όταν οι εξετάσεις αυτές γίνονται μετά την εμμηνόπαυση, οι πληροφορίες που δίνουν αφορούν κατά κύριο λόγο στις αλλαγές τις οποίες υπέστη πρόσφατα ο οργανισμός.
Οι ερευνητές διαπίστωσαν πως ο κίνδυνος αθηροσκλήρυνσης αυξήθηκε σημαντικά μετά την εμμηνόπαυση στις γυναίκες που πριν από την κλιμακτήριο εμφάνιζαν υψηλά επίπεδα χοληστερόλης, αρτηριακής υπέρτασης και, επίσης, ήταν υπέρβαρες.
Είναι γνωστό ότι ο κίνδυνος εμφάνισης καρδιακών και εγκεφαλικών επεισοδίων μεγαλώνει στις γυναίκες μετά την εμμηνόπαυση, καθώς μειώνονται τα επίπεδα οιστρογόνων.
Πηγή: onmed.gr