Ο ιός των ανθρώπινων θηλωμάτων είναι ένα από τα πιο συχνά μεταδιδόμενα νοσήματα και μπορεί να προκαλέσει προκαρκινικές αλλοιώσεις του γεννητικού συστήματος, που αν δεν αντιμετωπιστούν, μπορούν να εξελιχθούν σε καρκίνο.
Μέχρι σήμερα έχουν περιγραφεί περί τα 118 διαφορετικά στελέχη του ΗΡV, τα οποία διαφέρουν μεταξύ τους (>10%) ως προς την γενετική τους δομή.
Μετάδοση
Η μετάδοση του ιού γίνεται κατά κανόνα, αλλά όχι αποκλειστικά, με την σεξουαλική επαφή. Ο ιός προσβάλλει τα επιθήλια ή το δέρμα της γεννητικής περιοχής μετά από μικροτραυματισμούς των ιστών αυτών που επισυμβαίνουν συνήθως κατά τη διάρκεια της σεξουαλικής επαφής. Ανίχνευση του ιού έχει πιστοποιηθεί και σε εσώρουχα και άλλα αντικείμενα. Δεν έχει αποδειχθεί ότι μπορεί να μεταδοθεί μέσω αντικειμένων, αν και κάτι τέτοιο δεν μπορεί να αποκλειστεί παντελώς. Η μετάδοση του ιού μέσω στοματικής σεξουαλικής επαφής είναι δυνατή, αν και η πιθανότητα αυτή υπολογίζεται ότι είναι πολύ μικρή. Γι’ αυτό και οι HPV-αλλοιώσεις στην στοματική κοιλότητα είναι σπάνιες.
Μπορεί επίσης να μεταδοθεί κατά τον τοκετό από την έγκυο μητέρα με ΗPV στο νεογνό είναι δυνατή.
Κίνδυνος μόλυνσης
Κάθε σεξουαλικά ενεργό άτομο μπορεί να μολυνθεί από τον HPV. Ανεξάρτητα από αυτό, η μόλυνση είναι συχνότερη σε σεξουαλικά ενεργά άτομα νεαρής ηλικίας, με υψηλότερο ποσοστό επιπολασμού σε νεαρές γυναίκες ηλικίας 16 έως 25 ετών. Ο κίνδυνος HPV–μόλυνσης αυξάνεται όσο μικρότερη είναι η ηλικία έναρξης της σεξουαλικής δραστηριότητας, όσο μεγαλύτερος ο αριθμός των σεξουαλικών συντρόφων και όσο με περισσότερους σεξουαλικούς συντρόφους έχουν ή είχαν επαφές οι τελευταίοι. Ο κίνδυνος αυτός έχει υπολογισθεί ότι αυξάνεται κατά 15% περίπου ανά νέο σεξουαλικό σύντροφο.
Προσυμπτωματικός έλεγχος – Γιατί δεν αρκεί το τεστ ΠΑΠ
Οι προληπτικοί προσυμπτωματικοί έλεγχοι έχουν συντελέσει στη μείωση των ποσοστών θνησιμότητας από καρκίνο τραχήλου της μήτρας.
Το τεστ ΠΑΠ αποτελεί κοινή μέθοδο πρόληψης για τον καρκίνο τραχήλου της μήτρας από τη δεκαετία του 1940. Ωστόσο, μελέτες έχουν καταδείξει ότι με τη χρήση μόνο του τεστ ΠΑΠ διαφεύγει περίπου το 35% των προ-καρκινικών αλλοιώσεων στον τράχηλο της μήτρας, δίνοντας στις γυναίκες μία εσφαλμένη αίσθηση ασφάλειας.
Το HPV test μπορεί να εντοπίσει μια νόσο που έχει διαφύγει από το τεστ ΠΑΠ. Στη μελέτη ATHENA, 1 στις 10 γυναίκες που είχαν θετικά αποτελέσματα για HPV16 και / ή HPV18 είχαν ήδη προ-καρκινικές αλλοιώσεις στον τράχηλο της μήτρας, παρόλο που τα αποτελέσματα του τεστ ΠΑΠ ήταν φυσιολογικά. Το διπλό τεστ –η διεξαγωγή και των δύο, τεστ ΠΑΠ και HPV test με τη χρήση ενός δείγματος– αποτελεί καθιερωμένη μέθοδο πρόληψης για περισσότερο από μία δεκαετία.
Ποια η διαφορά του τεστ ΠΑΠ από το HPV test
Το δείγμα στο τεστ ΠΑΠ εξετάζεται από ανθρώπινο μάτι με τη βοήθεια μικροσκοπίου. Το αποτέλεσμα λοιπόν μπορεί να είναι υποκειμενικό. Το HPV test είναι πιο αντικειμενικό, δεδομένου ότι βασίζεται στην ανίχνευση του DNA των τύπων του HPV υψηλού κινδύνου, αυτοματοποιημένα και χωρίς παρέμβαση του χειριστή.
Πηγή: onmed.gr