Κυριακή , 29 Δεκέμβριος 2024
Λεμφογενής λευχαιμία: Νέα μέθοδος προβλέπει με ακρίβεια την έκβαση της νόσου

Λεμφογενής λευχαιμία: Νέα μέθοδος προβλέπει με ακρίβεια την έκβαση της νόσου

Η καλή ή κακή έκβαση της χρόνιας λεμφογενούς λευχαιμίας καθίσταται εφικτή από τη στιγμή της διάγνωσης χάρη σε μια νέα ταξινόμηση η οποία βελτιώνει την πρόβλεψη κινδύνου της νόσου.

Η χρόνια λεμφογενής λευχαιμία είναι μία μορφή καρκίνου που δεν θεραπεύεται και έχει πολύ διαφορετική εξέλιξη σε διαφορετικούς ασθενείς. Ερευνητές από το Ινστιτούτο Εφαρμοσμένων Βιοεπιστημών (ΙΝΕΒ) σε συνεργασία με την Αιματολογική Κλινική του νοσοκομείου Παπανικολάου και με διεθνείς ερευνητικές ομάδες ανέλυσαν, στο πλαίσιο μελέτης, δείγματα από 8.500 ασθενείς με χρόνια λεμφογενή λευχαιμία προερχόμενα από 17 κέντρα της Ευρώπης και της Αμερικής και ανακάλυψαν μία καινούργια συσχέτιση μεταξύ συγκεκριμένης μορφολογίας μορίων της νόσου και υποομάδων ασθενών με διαφορετική πρόγνωση.

Η συσχέτιση αυτή οδήγησε σε μία νέα μοριακή ταξινόμηση που αναγνωρίζει τις υποκατηγορίες των ασθενών με διαφορετική έκβαση και ανάλογα με την πρόγνωση τους χορηγείται η κατάλληλη θεραπεία.

«Μερικοί ασθενείς απαιτούν θεραπεία σχετικά σύντομα μετά τη διάγνωση, ενώ άλλοι μπορεί να ζουν επί μακρόν με τη νόσο τους, ακόμη και χωρίς θεραπεία. Συνεπώς είναι σημαντικό να ταυτοποιούνται χαρακτηριστικά της νόσου τα οποία μπορεί να συνδεθούν με καλύτερη ή χειρότερη πρόγνωση, γεγονός που θα έδινε περισσότερες δυνατότητες στους γιατρούς να προσαρμόσουν τη στρατηγική θεραπείας και παρακολούθησης», δήλωσε κατά τη διάρκεια συνέντευξης τύπου ο διευθυντής του ΙΝΕΒ, αιματολόγος, Κώστας Σταματόπουλος.

Στο πλαίσιο της μελέτης, τα αποτελέσματα των μοριακών αναλύσεων ταξινομήθηκαν σε υποομάδες βασισμένες στην έκφραση παρόμοιων υποδοχέων των Β κυττάρων στα λευκά αιμοσφαίρια, τα οποία αυξάνονται ανεξέλεγκτα στη χρόνια λεμφογενή λευχαιμία. Όταν οι ερευνητές μελέτησαν την πορεία της νόσου των ασθενών των διαφορετικών υποομάδων βρήκαν μια πολύ καθαρή συσχέτιση.

«Υπήρχαν ενδείξεις ότι ασθενείς μιας ειδικής υποομάδας είχαν την ίδια κλινική πορεία, η οποία ήταν διαφορετική από τους ασθενείς άλλων υποομάδων. Για παράδειγμα ασθενείς της υποομάδας 2 είχαν μια επιθετική εξέλιξη της νόσου και ο μέσος όρος που απαιτούνταν για την πρώτη θεραπεία ήταν μόνο 2 χρόνια.

Από την άλλη μεριά ασθενείς της υποομάδας 4 είχαν μία ήπια νόσο, η οποία απαιτούσε θεραπεία κατά μέσο όρο μετά από 11 χρόνια. Εάν αυτήν την ταξινόμηση, που βασίζεται σε ίδιους υποδοχείς των Β κυττάρων την συνδέσουμε με άλλους προγνωστικούς δείκτες, θα βελτιώσουμε την ικανότητα πρόγνωσης των ασθενών με χρόνια λεμφογενή λευχαιμία και θα αυξήσουμε τη δυνατότητα να ταυτοποιούμε ασθενείς που είναι σε υψηλό κίνδυνο ήδη από τη στιγμή της διάγνωσης.

Επίσης είναι σημαντικό τόσο για ιατρικούς όσο και για ψυχοκοινωνικούς λόγους να είμαστε ικανοί να ταυτοποιούμε ασθενείς με τη μικρότερη πιθανότητα να απαιτήσουν θεραπεία. Ειδικά θα μπορούσαμε να καθησυχάσουμε για την βραδεία εξέλιξη τη νόσου αυτές τις υποομάδες πολλών νέων σε ηλικία ασθενών», κατέληξε ο κύριος Σταματόπουλος.

Να σημειωθεί ότι η μελέτη συνεχίστηκε με ένα μεγαλύτερο δείγμα, περίπου 21.000 ασθενών από όλες τις ηπείρους, η οποία υποβλήθηκε προς έγκριση στην Ευρωπαϊκή Αιματολογική Εταιρεία προκειμένου να παρουσιαστεί στο 20ο Ετήσιο Συνέδριό της.

Το Ινστιτούτο Εφαρμοσμένων Βιοεπιστημών του Εθνικού Κέντρου Έρευνας και Τεχνολογικής Ανάπτυξης (ΕΚΕΤΑ) κινείται ενεργά για τη διεθνή αναβάθμιση της έρευνας που διεξάγεται στην Ελλάδα στο ευρύ πεδίο των βιοεπιστημών.

Επίσης, δραστηριοποιείται για την προώθηση της ανταγωνιστικότητας της χώρας μας μέσω της παραγωγής καινοτόμων προϊόντων υψηλής αξίας. Όπως ανέφερε ο αναπληρωτής διευθυντής το Ινστιτούτου, Αναγνώστης Αργυρίου, βασική επιδίωξη του ΙΝΕΒ είναι η προαγωγή συνεργιών και η ανάδειξη εκείνων των μοναδικών χαρακτηριστικών που προσδιορίζουν το χώρο και την ταυτότητά μας και προσδίδουν αξία στις προσπάθειές μας.

Σε αυτό το πλαίσιο, το ΙΝΕΒ ήδη δραστηριοποιείται ενεργά στους άξονες της αγροβιοτεχνολογίας και της βιοϊατρικής έρευνας με γέφυρα ανάμεσά τους την επιστήμη της διατροφής.

Πηγή: onmed.gr