Μια νέα μελέτη που αφορά σχεδόν το σύνολο του ενήλικου πληθυσμού της Αγγλίας, διαπίστωσε ότι η συχνότητα εκδήλωσης εμφραγμάτων και εγκεφαλικών επεισοδίων ήταν χαμηλότερη μετά τον εμβολιασμό κατά της COVID-19 από ό,τι πριν ή χωρίς εμβολιασμό.
Η έρευνα με επικεφαλής τα Πανεπιστήμια του Κέιμπριτζ, του Μπρίστολ και του Εδιμβούργου και με τη βοήθεια του Κέντρου Επιστήμης Δεδομένων του Βρετανικού Ιδρύματος Καρδιάς (BHF), ανέλυσε αρχεία υγείας από 46 εκατομμύρια ενήλικες στην Αγγλία μεταξύ 8 Δεκεμβρίου 2020 και 23 Ιανουαρίου 2022.
Οι επιστήμονες συνέκριναν τη συχνότητα εμφάνισης καρδιαγγειακών νοσημάτων μετά τον εμβολιασμό με τη συχνότητα εμφάνισης πριν ή χωρίς τον εμβολιασμό, κατά τη διάρκεια των πρώτων δύο ετών του προγράμματος εμβολιασμού.
Η μελέτη έδειξε ότι η επίπτωση των αρτηριακών θρομβώσεων, όπως τα καρδιακά και τα εγκεφαλικά επεισόδια, ήταν έως και 10% χαμηλότερη στις 13 έως 24 εβδομάδες μετά την πρώτη δόση του εμβολίου έναντι της COVID-19.
Μετά από μια δεύτερη δόση, η επίπτωση ήταν έως και 27% χαμηλότερη για το εμβόλιο της AstraZeneca και έως και 20% χαμηλότερη μετά το εμβόλιο της Pfizer/Biontech.
Η συχνότητα εμφάνισης κοινών φλεβικών θρομβωτικών συμβάντων -κυρίως πνευμονική εμβολή και εν τω βάθει φλεβική θρόμβωση των κάτω άκρων- ακολούθησε παρόμοιο πρότυπο.
«Μελετήσαμε τα εμβόλια COVID-19 και τις καρδιαγγειακές παθήσεις σε σχεδόν 46 εκατομμύρια ενήλικες στην Αγγλία και διαπιστώσαμε χαμηλότερη συχνότητα εμφάνισης κοινών καρδιαγγειακών παθήσεων, όπως εμφράγματα και εγκεφαλικά, μετά από κάθε εμβολιασμό σε σχέση με πριν ή χωρίς εμβολιασμό. Η έρευνα αυτή υποστηρίζει τον μεγάλο όγκο στοιχείων σχετικά με την αποτελεσματικότητα του προγράμματος εμβολιασμού COVID-19, το οποίο έχει αποδειχθεί ότι παρέχει προστασία έναντι της σοβαρής COVID-19 και έχει σώσει εκατομμύρια ζωές παγκοσμίως», αναφέρει μεταξύ άλλων η Δρ. Samantha Ip, συν-συγγραφέας της μελέτης και ερευνήτρια στο Πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ.
Προηγούμενη έρευνα διαπίστωσε ότι η συχνότητα εμφάνισης σπάνιων καρδιαγγειακών επιπλοκών είναι υψηλότερη μετά από ορισμένα εμβόλια COVID-19. Για παράδειγμα, έχουν αναφερθεί περιστατικά μυοκαρδίτιδας και περικαρδίτιδας μετά από εμβόλια με βάση το mRNA, όπως το εμβόλιο της Pfizer/Biontech, και θρομβωτική θρομβοπενία που προκαλείται από το εμβόλιο μετά από εμβόλια με βάση τον αδενοϊό, όπως το εμβόλιο της AstraZeneca. Η παρούσα μελέτη υποστηρίζει αυτά τα ευρήματα, αλλά είναι σημαντικό ότι δεν εντόπισε νέες ανεπιθύμητες καρδιαγγειακές επιπλοκές που σχετίζονται με τον εμβολιασμό έναντι της COVID-19 και προσφέρει περαιτέρω διαβεβαίωση ότι τα οφέλη του εμβολιασμού υπερτερούν των κινδύνων.
Ο καθηγητής William Whiteley, αναπληρωτής διευθυντής στο Κέντρο Επιστήμης Δεδομένων του Βρετανικού Ιδρύματος Καρδιάς και καθηγητής Νευρολογίας και Επιδημιολογίας στο Πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου, δήλωσε: «Η ανάπτυξη του προγράμματος εμβολιασμού έναντι της COVID-19 ξεκίνησε δυναμικά στο Ηνωμένο Βασίλειο, με πάνω από το 90% του πληθυσμού άνω των 12 ετών να έχει εμβολιαστεί με τουλάχιστον μία δόση έως τον Ιανουάριο του 2022. Αυτή η μελέτη σε ολόκληρη την Αγγλία προσφέρει στους ασθενείς διαβεβαίωση για την καρδιαγγειακή ασφάλεια της πρώτης, της δεύτερης και της αναμνηστικής δόσης του εμβολίου έναντι της COVID-19. Καταδεικνύει ότι τα οφέλη από τη δεύτερη και τις αναμνηστικές δόσεις, με λιγότερα κοινά καρδιαγγειακά συμβάντα, όπως εμφράγματα και εγκεφαλικά επεισόδια μετά τον εμβολιασμό, υπερτερούν των πολύ σπάνιων καρδιαγγειακών επιπλοκών».
Η ερευνητική ομάδα χρησιμοποίησε δεδομένα από ιατρεία γενικής ιατρικής, εισαγωγές σε νοσοκομεία και αρχεία θανάτων, τα οποία αναλύθηκαν σε ασφαλές περιβάλλον δεδομένων του Εθνικού Συστήματος Υγείας της Μ. Βρετανίας.
Η επίσης συν-συγγραφέας Δρ. Venexia Walker, ερευνήτρια στο Πανεπιστήμιο του Μπρίστολ, δήλωσε: «Δεδομένου του κρίσιμου ρόλου των εμβολίων έναντι της COVID-19 στην προστασία των ανθρώπων από την COVID-19, είναι σημαντικό να συνεχίσουμε να μελετάμε τα οφέλη και τους κινδύνους που συνδέονται με αυτά. Η διαθεσιμότητα δεδομένων σε επίπεδο πληθυσμού μάς επέτρεψε να μελετήσουμε διαφορετικούς συνδυασμούς εμβολίων COVID-19 και να εξετάσουμε σπάνιες καρδιαγγειακές επιπλοκές. Αυτό δεν θα ήταν εφικτό χωρίς τα πολύ μεγάλα δεδομένα στα οποία έχουμε το προνόμιο να έχουμε πρόσβαση».
Τα ευρήματα δημοσιεύτηκαν στην επιστημονική επιθεώρηση Nature.
Πηγή