Είναι πραγματικά παράδοξο το γεγονός, ότι ενώ η Ελλάδα έχει σχεδόν όλο τον χρόνο ηλιοφάνεια, οιΈλληνες εμφανίζουν χαμηλά επίπεδα βιταμίνης D, η οποία αποτελεί ένα από τα «κλειδιά» για την καλή λειτουργία του οργανισμού μας. Είναι γνωστό, ότι η επάρκεια Βιταμίνης D αφορά όλες τις ηλικιακές ομάδες και μπορεί να προλάβει την εμφάνιση διάφορων ασθενειών.
Είναι σημαντικό να γνωρίζουμε ακόμη, ότι το 80% της πρόσληψης της βιταμίνης D, δεν είναι από την διατροφή.
Ειδικότερα, έλλειμμα ενημέρωσης στην Ελλάδα για την αξία της Βιταμίνης D στη συνολική μας υγεία, αλλά και για τις πηγές πρόσληψής της και τους τρόπους διάγνωσης και θεραπείας, επισημαίνει η Ελληνική Εταιρεία Μελέτης Μεταβολισμού των Οστών (Ε.Ε.Μ.Μ.Ο.).
Στο πλαίσιο αυτό αναλαμβάνει την πρωτοβουλία ενημέρωσης του πληθυσμού, προτρέποντάς τον να διαγνωστεί για τυχόν ανεπάρκεια Βιταμίνης D, να δυναμώσει τον οργανισμό του με την ενδεδειγμένη πρόσληψη κατόπιν ιατρικής συμβουλής, διατηρώντας έτσι τη συνολική καλή υγεία του οργανισμού του και βελτιώνοντας την ποιότητα της ζωής του.
Η αξία της Βιταμίνης D έχει πλήρως τεκμηριωθεί αναφορικά με τη δράση της στα οστά. Παράλληλα, συνεχώς νέα στοιχεία καταδεικνύουν ότι η βιταμίνη D παίζει σημαντικό ρόλο στη συνολική υγεία, καθώς βοηθά στη μείωση των φλεγμονών, στην καλή ρύθμιση και ενδυνάμωση του ανοσοποιητικού συστήματος, στην ανάπτυξη των κυττάρων και στον έλεγχο του σακχάρου στο αίμα.
Είναι χαρακτηριστικό ότι η ανεπάρκεια της βιταμίνης D, έχει σχετιστεί με πολλές καρδιαγγειακές και μεταβολικές παθήσεις, όπως η υπέρταση, ο σακχαρώδης διαβήτης, το έμφραγμα και το αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο.
Όλα τα παραπάνω παρουσιάστηκαν σε εκδήλωση που πραγματοποίησε η Ε.Ε.Μ.Μ.Ο. με ομιλητές τους κ.κ. Χρήστο Κοσμίδη, Ορθοπεδικό, Πρόεδρο Ε.Ε.Μ.Μ.Ο, Ευαγγελία Κασκάνη, Ρευματολόγο, Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών, Αντιπρόεδρο Ε.Ε.Μ.Μ.Ο. και Γεώργιο Τροβά, Ενδοκρινολόγο, Επιστημονικό Συνεργάτη Εργαστηρίου Έρευνας Μυοσκελετικών Παθήσεων «Θ. Γαροφαλίδης», Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Ο Δρ. Κοσμίδης, αναφέρθηκε στα ιδιαίτερα προβλήματα που εμφανίζονται τόσο στην Ελλάδα όσο και διεθνώς αναφορικά με τη Βιταμίνη D και σημείωσε ότι πολλές φορές και οι ιατροί δεν είναι γνώστες του προβλήματος της ανεπάρκειας της Βιταμίνης D γι’ αυτό και η ανάγκη ενημέρωσης είναι πολύ σημαντική. Ενώ συμπλήρωσε ότι ο ΕΟΠΥΥ μέχρι σήμερα δεν αποζημιώνει τη σχετική διαγνωστική εξέταση, δυσχεραίνοντας έτσι τον εντοπισμό του προβλήματος, με αποτέλεσμα αυτό να διαιωνίζεται.
Ο κ. Κοσμίδης τόνισε ότι «τα χαμηλά επίπεδα βιταμίνης D σε συνδυασμό με τη χαμηλή κατανάλωση γαλακτοκομικών, δημιουργούν σημαντικό πρόβλημα οστεοπενίας – οστεοπόρωσης στον πληθυσμό. Γι’ αυτό είναι απαραίτητη η ημερήσια δόση βιταμίνης D τουλάχιστον 700 μονάδων (IU) για την επίτευξη και διατήρηση μιας συνολικά καλής υγείας».
«Αν και το ‘κατώτερο όριο επάρκειας’ της Βιταμίνης D από τους διεθνείς οργανισμούς δεν είναι σταθερό και κυμαίνεται από 20ng/ml έως 30ng/ml, είναι αποδεδειγμένο ότι η επάρκειά της σχετίζεται τόσο με τη μειωμένη πιθανότητα πτώσεων όσο και με τη μειωμένη πιθανότητα οστεοπορωτικών καταγμάτων» συμπλήρωσε ο κ. Κοσμίδης.
Αναφερόμενος στις κατευθυντήριες γραμμές για τη διάγνωση και αντιμετώπιση της Οστεοπόρωσης στην Ελλάδα, όπως έχουν οριστεί από το Ελληνικό Ίδρυμα Οστεοπόρωσης το 2013, ο κ. Κοσμίδης σημείωσε ότι «Η ημερήσια χορήγηση ασβεστίου (1000-1200 mg) και βιταμίνης D (800 μονάδων) σε ηλικιωμένους ασθενείς, επιφέρει μείωση των μη σπονδυλικών καταγμάτων και των πτώσεων, ενώ σε γυναίκες και άνδρες άνω των 50 ετών συνιστάται συνδυασμός ημερήσιας πρόσληψης ασβεστίου (1000-1200 mg) και βιταμίνης D 800 μονάδων (Βαθμός Α)».
Από την πλευρά της η κυρία Κασκάνη ανέφερε ότι το ενδιαφέρον για τη Βιταμίνη D άρχισε να μεγαλώνει τον 20ο αιώνα και από τη δεκαετία του 1970 μελετήθηκε με ακρίβεια ο ρόλος της στα οστά, επισημαίνοντας ότι «η Βιταμίνη D βοηθά στην απορρόφηση του ασβεστίου και αναστέλλει μηχανισμούς που οδηγούν σε οστική απώλεια και συνεπώς οστεοπόρωση και κατάγματα. Όμως η ανακάλυψη του υποδοχέα της βιταμίνης μέσω του οποίου ασκεί τη δράση της, εκτός από τα οστά, σε διάφορα όργανα, όπως το πάγκρεας, το έντερο, τους μύες, το νευρικό σύστημα, αποκάλυψε άγνωστες δράσεις σε πολλές λειτουργίες του οργανισμού καταδεικνύοντας ότι επιδρά με θετικό τρόπο, στο ανοσολογικό, καρδιαγγειακό και νευρικό σύστημα».
Ως Ρευματολόγος η κυρία Κασκάνη αναφερόμενη στους ασθενείς με ρευματικές παθήσεις, όπως Ρευματοειδή Αρθρίτιδα, συστηματικό ερυθηματώδη Λύκο επισήμανε ότι οι ασθενείς παρουσιάζουν χαμηλά επίπεδα βιταμίνης D και ανήκουν σε ομάδες υψηλού κινδύνου για την ανάπτυξη οστεοπόρωσης και καταγμάτων, κυρίως λόγω της χρόνιας φλεγμονής και βέβαια της κορτιζόνης, και τα δύο είναι γνωστά αίτια οστεοπόρωσης, και συμπλήρωσε ότι «παρόμοιοι μηχανισμοί ισχύουν και για ασθενείς με χρόνιες φλεγμονώδεις παθήσεις, όπως του εντέρου (ελκώδη κολίτιδα και νόσο Crohn) που χαρακτηρίζονται από δυσαπορρόφηση ασβεστίου και βιταμίνης D, για ασθενείς που λαμβάνουν κορτικοειδή για μεγάλο χρονικό διάστημα ή σε υψηλές δόσεις, όπως ασθενείς με βρογχικό άσθμα, με σκλήρυνση κατά πλάκας και έχουν ανάγκη από χορήγηση βιταμίνης D. Χαμηλά επίπεδα βιταμίνης D,έχουν βρεθεί και σε ασθενείς με καρκίνο μαστού και παχέως εντέρου».
Όπως ανέφερε η κυρία Κασκάνη η Βιταμίνη D είναι μια λιποδιαλυτή βιταμίνη που παράγεται μετά από έκθεση στον ήλιο (υπεριώδη ακτινοβολία B) και πολύ λιγότερο από απορρόφηση από το πεπτικό, τόνισε όμως ότι «λόγω του σύγχρονου τρόπου ζωής η διατήρηση ικανοποιητικών επιπέδων πολλές φορές απαιτεί τη λήψη διαιτητικών συμπληρωμάτων. Ειδικά σε ασθενείς που θεραπεύονται για οστεοπόρωση με διάφορα σκευάσματα, η συγχορήγηση ασβεστίου και βιταμίνης D, είναι απαραίτητη για την επιτυχία της αγωγής. Δυστυχώς όμως, η πλειοψηφία των ασθενών, σχεδόν το 50%, υποεκτιμά τη σημασία της συγχορήγησης και παραμελεί την παράλληλη λήψη ασβεστίου και βιταμίνης D». Επέστησε την προσοχή στην πρόσληψη σωστής δόσης ασβεστίου και βιταμίνης D καθώς μεγαλύτερες δόσεις ασβεστίου δεν ωφελούν, αυξάνοντας τον κίνδυνο νεφρολιθίασης, καρδιαγγειακών συμβαμάτων κλπ. Ενδεικτικά ανέφερε ότι στη θεραπεία της οστεοπόρωσης για άνδρες και γυναίκες, σκόπιμη είναι η συγχορήγηση 400 – 800 μονάδων (IU) βιταμίνης D3, αλλά και η πρόσληψη διαιτητική ή/και φαρμακευτική 1000-1200 mg ασβεστίου. Ορισμένοι ασθενείς (παχύσαρκοι, άτομα με δυσαπορρόφηση, φάρμακα που επιδρούν στον μεταβολισμό της βιταμίνης D) για να διατηρήσουν τα επιθυμητά επίπεδα βιταμίνης D, έχουν ανάγκη από μεγαλύτερες δόσεις, με το πρόσφατο όριο ασφαλούς χορήγησης να είναι 4000 μονάδες (IU), ανάλογα πάντα με τις θεραπευτικές ανάγκες του κάθε ασθενή.
Ο κ. Τροβάς, βάσει της διεθνούς βιβλιογραφίας σημείωσε ότι η ανεπάρκεια – έλλειψη της Βιταμίνης D που αφορά μεγάλο ηλικιακό φάσμα και σχετίζεται με πολλές νόσους, αναδεικνύεται σε επιδημία και τόνισε ότι «Είναι χαρακτηριστικό ότι θα μπορούσαμε να πετύχουμε ελάττωση του κινδύνου καταγμάτων κατά 10% εφόσον υπήρχε ισορροπία στην πρόσληψη Βιταμίνης D, αφού τα χαμηλά επίπεδα της αποτελούν σημαντικό παράγοντα κινδύνου για οστεοπόρωση – οστεομαλάκυνση και αυξημένο κίνδυνο καταγμάτων».
«Στην Ελλάδα» συνέχισε ο κ. Τροβάς, «σύμφωνα με διάφορες μελέτες, στο παρελθόν, αναφέρουν χαμηλά επίπεδα βιταμίνης D σε ηλικιωμένους, γυναίκες μετά τον τοκετό, παιδιά και έφηβους, ενώ προκαταρκτικά αποτελέσματα από πρόσφατη μελέτη, δείχνουν ότι υψηλό ποσοστό υγιών ατόμων απ’ όλη την επικράτεια – αστικός και αγροτικός πληθυσμός – παρουσιάζουν χαμηλά επίπεδα βιταμίνης D».
Η πρωτοβουλία ενημέρωσης πραγματοποιείται με την ευγενική υποστήριξη της ελληνικής φαρμακευτικής εταιρείας RAFARM.
Πηγή: onmed.gr