Σάββατο , 30 Νοέμβριος 2024
Όσα πρέπει να γνωρίζετε για την αποκαφεϊνοποίηση

Όσα πρέπει να γνωρίζετε για την αποκαφεϊνοποίηση

Ο ελληνικός και στιγμιαίος καφές καταναλώνονται καθημερινά από ένα ευρύ φάσμα ηλικιών και έχουν συνδεθεί με την ευχαρίστηση, την υγεία, την ευεξία, καθώς και με την παρέα και την κοινωνικοποίηση.

Ωστόσο, υπάρχει μία μερίδα ανθρώπων που ενώ τους αρέσει να πίνουν καφέ, διστάζουν να τον καταναλώσουν λόγω της καφεΐνης που περιέχει, μιας και μπορεί να έχουν κάποια υπερευαισθησία στη λειτουργία του νευρικού συστήματος ή προβλήματα ύπνου ή ακολουθούν ομοιοπαθητικές θεραπείες ή εγκυμονούν ή θηλάζουν.

Έτσι, γεννήθηκε η ανάγκη για ελληνικό και στιγμιαίο καφέ χωρίς καφεΐνη (decaf). Σύμφωνα με τον κανονισμό που ισχύει στις Ευρωπαϊκές αγορές, «ντεκαφεϊνέ» χαρακτηρίζεται ο καφές, το περιεχόμενο καφεΐνης του οποίου είναι λιγότερη από 0,1% στους καβουρδισμένους κόκκους καφέ και από 0,3% στον διαλυτό/στιγμιαίο καφέ.

Η διαδικασία απομάκρυνσης της καφεΐνης ονομάζεται αποκαφεϊνοποίηση και αποτελεί μία φυσική μέθοδο. Συγκεκριμένα, υπάρχουν διάφορες μέθοδοι αποκαφεϊνοποίησης, άλλες με χημικούς διαλύτες και άλλες με απλό νερό. Η πιο συνηθισμένη που χρησιμοποιείται από μεγάλες εταιρίες καφέ, είναι η αποκαφεϊνοποίηση με νερό, όπου χρησιμοποιείται απλό νερό για να απομακρύνει την καφεΐνη από τους κόκκους του καφέ ακριβώς πριν το καβούρδισμά τους. Με απλά λόγια, ο πράσινος καφές βυθίζεται στο νερό, η περιεχόμενη καφεΐνη διαλύεται και απομακρύνεται. Στη συνέχεια, ακολουθεί η διαδικασία της άλεσης και του καβουρδίσματος, όπου απελευθερώνονται τα φυσικά αρώματα του καφέ. Κατά συνέπεια, ο καφές διατηρεί όλο το άρωμα και τη γεύση του καφέ, χωρίς να περιέχει καφεΐνη.

Ωστόσο, εύλογα δημιουργείται το ερώτημα αν η διατροφική αξία του ελληνικού και στιγμιαίου decaf καφέ είναι ίδια με εκείνη το κλασικού καφέ. Η απάντηση είναι «Ναι», μιας και η αποκαφεϊνοποίηση δεν επηρεάζει την περιεκτικότητα των αντιοξειδωτικών του καφέ (χλωρογενικό οξύ, καφεϊκό οξύ, θεοφιλίνη, θεοβρωμίνη).

Συνεπώς, ο ελληνικός και στιγμιαίος decaf καφέ εξακολουθούν να δρουν προστατευτικά στην εμφάνιση διάφορων παθήσεων, όπως τα καρδιαγγειακά, ο σακχαρώδης διαβήτης τύπου 2, οι νόσοι Αλτσχάιμερ, Πάρκισον και διάφορων μορφών καρκίνου (π.χ. οισοφάγου, στοματικής κοιλότητας, φάρυγγα).

 

 

 

 

Πηγή: onmed.gr