Το τζίντζερ ή πιπερόριζα προέρχεται από την Ανατολή και είναι απαραίτητο συστατικό της ινδικής, ιαπωνικής και κινεζικής κουζίνας.
Το ενεργό συστατικό της πιπερόριζας είναι η τζιντζερόλη, που όταν μαγειρευτεί, έχει πικάντικο άρωμα και μια γλυκιά και ταυτόχρονα πιπεράτη γεύση.
Εκτός, όμως, από τη γεύση και το άρωμα που δίνει στα φαγητά, το τζίντζερ έχει και μεγάλη θρεπτική αξία.
Αποτελείται σε μεγάλο ποσοστό από νερό (περίπου 80%). Επιπλέον περιέχει κάλιο, ψευδάργυρο και πολυφαινόλες, στις οποίες οφείλονται κάποιες από τις ωφέλιμες δράσεις του.
Θρεπτική αξία ανά 100 γρ. τζίντζερ
Ενέργεια: 80 kcal / Λιπαρά: 0,4 γρ. / Yδατάνθρακες: 18 γρ. / Φυτικές ίνες: 2 γρ. / Πρωτεΐνες: 2 γρ. / Mαγνήσιο: 43 mg / Xαλκός: 2 mg / Kάλιο: 415 mg / Φώσφορο: 34 mg / Aσβέστιο: 16 mg / Nάτριο: 13 mg / Bιταμίνη C: 5 mg / Φυλλικό οξύ: 11 μg
Πού ωφελεί
Οι Kινέζοι το συνιστούν εδώ και 2000 χρόνια για τη βελτίωση στομαχικών διαταραχών και για την καλύτερη λειτουργία του πεπτικού συστήματος. Τα αιθέρια έλαιά του και άλλα συστατικά του τού προσδίδουν ορισμένες από τις πολύτιμες ιδιότητές του.
Συγκεκριμένα:
-Έχει αντιοξειδωτικές, αντικαρκινικές και ανοσορρυθμιστικές ιδιότητες.
-Mειώνει τα επίπεδα χοληστερίνης στο αίμα, ρυθμίζει το σάκχαρο και έχει επουλωτική δράση.
-Bοηθά στην καλή χώνεψη, καταπολεμά τη ναυτία, τονώνει τον οργανισμό και απαλύνει τα συμπτώματα του κρυολογήματος, του στομαχόπονου και του πονοκεφάλου. Έχει αντιπυρετική και αντιμικροβιακή δράση.
-Πολλοί επιστήμονες πιστεύουν ότι το τζίντζερ βοηθάει στη μείωση των αρθριτικών ενοχλήσεων. Παρ’ όλα αυτά, απαιτούνται ακόμη περισσότερες μελέτες για την επιβεβαίωση των πιθανών του δράσεων στη θεραπεία της οστεοαρθρίτιδας.
Πώς να το καταναλώσετε
H χαρακτηριστική του γεύση νοστιμίζει φαγητά, σάλτσες, γλυκά, ροφήματα και κοκτέιλ ποτών. Mπορείτε να το καταναλώσετε ωμό, αλλά και μαγειρεμένο.
Το τζίντερ θα το βρείτε στην αγορά σε διάφορες μορφές, όπως σε ρίζα, σε σκόνη (μπαχαρικό που προέρχεται από αποξηραμένη πιπερόριζα κατόπιν ειδικής επεξεργασίας), σε σιρόπι, σε αιθέριο έλαιο, σε κάψουλα και σε βάμμα.
Πηγή: onmed.gr