Όταν κλείνουν τα μάτια, οι περισσότεροι άνθρωποι μπορούν με ευκολία να φέρουν στο μυαλό τους την εικόνα του ηλιοβασιλέματος ή το πρόσωπο ενός αγαπημένου τους φίλου. Για άλλους όμως κάτι τέτοιο είναι αδύνατο.
Μπορούμε να οπτικοποιούμε ιδέες, σκέψεις και αναμνήσεις χάρη σε ένα πολύπλοκο δίκτυο που επιτρέπει την επικοινωνία και την αλληλεπίδραση μεταξύ διαφόρων περιοχών του εγκεφάλου. Δυσλειτουργίες σε επιμέρους σημεία του δικτύου αυτού στερούν από το άτομο τη δυνατότητα να δημιουργεί εικόνες με τα «μάτια του μυαλού».
Το φαινόμενο αυτό ονομάζεται αφαντασία και περιγράφηκε για πρώτη φορά από τον Sir Francis Galton το 1880. Μελέτες δείχνουν ότι περίπου το 2,5% του γενικού πληθυσμού στερείται της ικανότητας να δημιουργεί εικόνες με το μυαλό.
Έχουν καταγραφεί περιστατικά όπου η αφαντασία προκύπτει έπειτα από εγκεφαλική βλάβη ή συνδυαστικά με διαταραχές της διάθεσης, ωστόσο ακόμη και σήμερα γνωρίζουμε πολύ λίγα για τα πραγματικά αίτια της παράξενης πάθησης.
Άτομα που πάσχουν από αφαντασία δεν μπορούν να φανταστούν τους χαρακτήρες ή τα τοπία που περιγράφονται σε ένα μυθιστόρημα και δεν μπορούν να διαπρέψουν σε επαγγέλματα όπως η Αρχιτεκτονική, καθώς είναι αδύνατο να οπτικοποιήσουν το τελικό προϊόν μιας ιδέας.
Αξίζει να σημειωθεί πως τα άτομα με αφαντασία μπορούν να δουν όνειρα, ανταποκρίνονται δηλαδή στην ακούσια οπτικοποίηση, αλλά δεν είναι σε θέση να παράγουν σκόπιμα τις εικόνες στο μυαλό τους.
Τα άτομα με αφαντασία μπορούν να περιγράψουν με λόγια περιστατικά του παρελθόντος ή απλές καθημερινές εμπειρίες. Για παράδειγμα, γνωρίζουν πολύ καλά ότι τα χρώματα του ουρανού αλλάζουν όταν ανατέλλει ο ήλιος, δεν μπορούν όμως να φέρουν στο μυαλό τους αυτά τα χρώματα, τον ήλιο ή τον ουρανό. Επίσης, δεν μπορούν να φέρουν στο μυαλό τους το πρόσωπο αγαπημένων τους που έχει φύγει από τη ζωή, όσο κι αν προσπαθούν.
Πηγή: onmed.gr