Αντιδράσεις ξεσήκωσε μια νέα επιστημονική έρευνα
Το μέτριο αλάτι στο φαγητό είναι πιο υγιεινό από το λίγο αλάτι! Αντίθετα με την ευρέως διαδεδομένη πεποίθηση πως δεν πρέπει να τρώει κανείς αλάτι, μια νέα διεθνής επιστημονική έρευνα κατέληξε στο «αιρετικό» συμπέρασμα ότι η διατροφή με λιγοστό αλάτι μπορεί να μην κάνει καλό στην υγεία, εκτός από όσους έχουν υπέρταση. Αντίθετα, μπορεί να αυξήσει τον κίνδυνο για καρδιαγγειακό επεισόδιο και πρόωρο θάνατο.
Αμέσως ξεσηκώθηκαν αντιδράσεις για τη νέα μελέτη, καθώς και εναντίον του διεθνούς κύρους περιοδικού «The Lancet», που τη δημοσίευσε. Ο καθηγητής Φραντσέσκο Καπούκιο, επικεφαλής του Κέντρου Διατροφής του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας, επέκρινε τόσο την μεθοδολογία της μελέτης (επειδή μέτρησε την ποσότητα του νατρίου μόνο στα πρωϊνά ούρα), όσο και το περιοδικό που τη δημοσίευσε. «Δεν μπορώ να πιστέψω ότι θα διαβάζαμε τόσο κακή επιστήμη δημοσιευμένη στο Lancet», δήλωσε.
Οι ερευνητές, με επικεφαλής τον αναπληρωτή καθηγητή κλινικής επιδημιολογίας και βιοστατιστικής Άντριου Μέντε της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου ΜακΜάστερ του Καναδά, ανέλυσαν στοιχεία για περισσότερους από 133.000 ανθρώπους με μέση ηλικία 55 ετών σε 49 χώρες, εκ των οποίων οι 63.550 με υπέρταση.
Οι επιστήμονες συσχέτισαν την ποσότητα κατανάλωσης νατρίου (αλατιού) με την πιθανότητα καρδιοπάθειας, εγκεφαλικού και πρόωρου θανάτου. Συμπέραναν ότι οι μόνοι τελικά που πρέπει να ανησυχούν για το αλάτι στο φαγητό τους, είναι αφενός όσοι ήδη έχουν υψηλή αρτηριακή πίεση και αφετέρου όσοι τρώνε πάρα πολλά αλμυρά.
Η απρόσμενη διαπίστωσή τους είναι ότι, άσχετα αν κανείς έχει υπέρταση ή όχι, η χαμηλή κατανάλωση νατρίου (αλατιού) σχετίζεται με περισσότερα εμφράγματα, εγκεφαλικά και πρόωρους θανάτους, σε σχέση με την μέτρια κατανάλωση. Όσοι δεν έχουν υπέρταση και τρώνε λίγο αλάτι, έχουν 11% μεγαλύτερο κίνδυνο σοβαρού καρδιαγγειακού επεισοδίου.
Ο Μέντε δήλωσε πως «παρόλο που τα δεδομένα δείχνουν τη σημασία της μείωσης της υψηλής κατανάλωσης αλατιού από όσους έχουν υπέρταση, δεν υποστηρίζουν ότι η μείωση αυτή πρέπει να πέσει σε πολύ χαμηλά επίπεδα». Με άλλα λόγια, ακόμη και για τους υπερτασικούς αρκεί μια μείωση του αλατιού σε μέτρια επίπεδα (τέσσερα έως πέντε γραμμάρια τη μέρα), αλλά όχι κατ’ ανάγκη σε χαμηλά (κάτω από τρία γραμμάρια τη μέρα).
Συνοπτικά, η έρευνα δείχνει ότι αφενός υπάρχει ένα όριο κάτω από το οποίο η μείωση στην κατανάλωση του αλατιού γίνεται επισφαλής και δυνητικά επικίνδυνη, ενώ αφετέρου ότι ο κίνδυνος της υψηλής κατανάλωσης (πάνω από έξι γραμμάρια τη μέρα) περιορίζεται μόνο στους υπερτασικούς. Σύμφωνα με τη μελέτη, αυτός ο συνδυασμός -υπέρταση και μεγάλη κατανάλωση αλατιού- αφορά μόνο έναν στους δέκα ανθρώπους (10%) παγκοσμίως.
Ο Μέντε υποστήριξε ότι οι περισσότεροι άνθρωποι στον κόσμο καταναλώνουν τη σωστή ποσότητα αλατιού και δεν χρειάζεται να ανησυχούν υπερβολικά. Γι’ αυτό, ανέφερε ότι η καμπάνια για μείωση του αλατιού στη διατροφή πρέπει να είναι εστιασμένη μόνο στην ομάδα υψηλού κινδύνου (το 10%). Ενώ επεσήμανε ότι το σημερινό συνιστώμενο όριο για υγιεινή κατανάλωση αλατιού είναι πολύ χαμηλό.
Οι γιατροί συνήθως συστήνουν ότι η συνολική κατανάλωση νατρίου δεν πρέπει να ξεπερνά τα 2,3 γραμμάρια τη μέρα. Η μεγαλύτερη κατανάλωση αλατιού γίνεται μέσω του νατρίου που περιέχουν τα επεξεργασμένα τρόφιμα.
Σε συνοδευτικό σχόλιο της επίμαχης μελέτης, επίσης στο Lancet, ο Ιρλανδός καθηγητής μοριακής φαρμακολογίας Εόιν Ο΄Μπράιεν του University College του Δουβλίνου φαίνεται να προβλέπει την αντίδραση που θα ξεσηκωνόταν, καθώς αναφέρει ότι «όταν αμφισβητείται το προφανές δόγμα, δεν θα έπρεπε να μιλάμε για διαμάχη, αλλά μάλλον να αποδεχθούμε την επιστημονική αβεβαιότητα». Όσον αφορά την μεθοδολογία, θεωρεί «βάσιμη» τη μέτρηση του νατρίου με βάση τα πρωινά μόνο ούρα.