Οι τιμές του σακχάρου στο αίμα χωρίζονται σε φυσιολογικές, υψηλού κινδύνου και τιμές διαγνωστικές.
Το να ξέρουμε αν έχουμε διαβήτη ή προ-διαβήτη διαπιστώνεται με τις τιμές σακχάρου νηστείας (όταν ο πάσχων είναι νηστικός), με τις μεταγευματικές τιμές σακχάρου και με την γλυκοζυλιωμένη αιμοσφαιρίνη, μία ουσία που αντικατοπτρίζει τον μέσο όρο του σακχάρου το τελευταίο δίμηνο.
Οι φυσιολογικές τιμές σακχάρου είναι αυτές που κυμαίνονται από 70 έως 110 mg/dl όταν είμαστε νηστικοί.
Συχνά η γλυκαιμική ρύθμιση δεν επιτυγχάνεται, γεγονός που ενδεχομένως σχετίζεται (και) με τις υψηλές μεταγευματικές τιμές σακχάρου στα διαβητικά άτομα, δηλαδή στη μεταγευματική υπεργλυκαιμία.
Ο όρος αυτός αναφέρεται στις τιμές της γλυκόζης (του σακχάρου) μετά την πρόσληψη τροφής.
Περίπου 10 λεπτά έπειτα από την κατανάλωση τροφής, το σάκχαρο αρχίζει να αυξάνεται στο αίμα ως αποτέλεσμα της απορρόφησης των υδατανθράκων της τροφής. Ο χρόνος, καθώς και το μέγεθος, της μέγιστης μεταγευματικής τιμής του σακχάρου (γλυκόζης) καθορίζεται από την ποσότητα και το είδος της τροφής καθώς και από τη σύνθεσή της.
Στα μη διαβητικά άτομα, η μέγιστη τιμή εμφανίζεται περίπου 1 ώρα μετά την πρόσληψη της τροφής και σπάνια υπερβαίνει τα 140 mg%.
Η τιμή της γλυκόζης επανέρχεται στα επίπεδα της γλυκόζης νηστείας (δηλαδή πριν από την κατανάλωση φαγητού) 2 έως 3 ώρες μετά το φαγητό. Η απορρόφηση όμως των υδατανθράκων συνεχίζεται έως και 5 έως 6 ώρες μετά το φαγητό.
Στους διαβητικούς, οι τιμές της μεταγευματικής γλυκόζης πρέπει να είναι κάτω από 140 mg% δύο ώρες μετά το φαγητό ή πάντως κάτω από 180 mg% σε κάθε στιγμή μετά τη λήψη της τροφής.
Η μέτρηση του σακχάρου 2 ώρες μετά το φαγητό θεωρείται ενδεικτική του μεταγευματικού γλυκαιμικού φορτίου και προτείνεται στην καθημερινή κλινική πρακτική. Ειδικά στον διαβήτη της κύησης ή σε προϋπάρχοντα διαβήτη κατά την κύηση, προτείνεται η μέτρηση του σακχάρου 1 ώρα μετά το φαγητό.
Πηγή: onmed.gr