Το κάταγμα είναι το σπάσιμο του οστού ή του χόνδρου και τις περισσότερες φορές είναι αποτέλεσμα τραύματος.
Σπανιότερα μπορεί να είναι αποτέλεσμα οστεοπόρωσης ή ανώμαλου σχηματισμού του οστού από συγγενείς ασθένειες στη γέννηση, όπως η ατελής οστεογένεση.
Η πώρωση ενός κατάγματος, δηλαδή ο μηχανισμός επούλωσης των οστών ύστερα από τη θραύση τους, διαρκεί από έναν έως εννέα μήνες.
Στα παιδιά η πώρωση των καταγμάτων γίνεται γρήγορα, ενώ στους ηλικιωμένους καθυστερεί.
Σε σχεδόν όλα τα κατάγματα, μετά την πρώτη φάση της επούλωσης, που είναι η ανάπτυξη του ινοχόνδριου πώρου, το άτομο μπορεί να κινείται με δυσκολία.
Για την καλύτερη επούλωση των καταγμάτων χρησιμοποιούνται μέθοδοι εξωτερικής συγκράτησης (γύψινοι επίδεσμοι και εξωτερικές οστεοσυνθέσεις) ή εσωτερικής συγκράτησης (οστεοσύνθεση με μεταλλικά εμφυτεύματα, βίδες, πλάκες και ενδομυελικούς ήλους), που αφαιρούνται συνήθως μετά την πώρωση του κατάγματος.
Η διαφορά της επούλωσης των καταγμάτων από την επούλωση των τραυμάτων στο σώμα είναι ότι στα οστά επιτυγχάνεται η αποκατάσταση του οστού στην αρχική σχεδόν μορφή του, ενώ στην επούλωση των λοιπών ιστών η τραυματισμένη περιοχή αντικαθίσταται από έναν υποβαθμισμένο ινώδη ιστό (τη γνωστή μας ουλή).
Πηγή: onmed.gr