Κοινωνικά και θρησκευτικά ταμπού ευθύνονται για τη χαμηλή προσέλευση εμμηνοπαυσιακών γυναικών στο γιατρό.
Συγκεκριμένα, καθώς, παρά την υψηλή συχνότητα εμφάνισης τουλάχιστον ενός συμπτώματος κολπικής ατροφίας στο 65-70% των εμμηνοπαυσιακών γυναικών, όπου κατά 50% τα συμπτώματα είναι μέτρια έως σοβαρά, με αρνητική επίδραση στη σεξουαλική ζωή, στην καθημερινή ενασχόληση και στην ποιότητα ζωής της, μόνο 5-10% επιζητούν ιατρική βοήθεια.
Τα παραπάνω ανέφεραν κατά τη διάρκεια συνέντευξης Τύπου, που πραγματοποιήθηκε, με αφορμή το επιστημονικό συμπόσιο «Πρόσφατες εξελίξεις στη θεραπεία της Κολπικής Ατροφίας σε Μετα-Εμμηνοπαυσιακές Γυναίκες» (8/5, Αθήνα), ο διευθυντής της Α’ Μαιευτικής και Γυναικολογικής Κλινικής του Νοσοκομείου «Αλεξάνδρα», καθηγητής Δημήτρης Λουτράδης και ο Γυναικολόγος-Μαιευτήρας, διευθυντής ΕΣΥ του νοσοκομείου, Νικόλαος Γουλαμάτσος.
Η γυναίκα, σύμφωνα με τον κ. Γουμαλάτσο, θεωρεί ότι η ατροφία είναι αποτέλεσμα της γήρανσης και όχι των ορμονικών μεταβολών της εμμηνόπαυσης, ότι δεν είναι δυνατό να αντιμετωπισθεί θεραπευτικά και, επίσης ότι είναι δικό της «κρυφό» θέμα που δεν επιθυμεί να το συζητήσει με το γιατρό, να το κοινοποιήσει.
Σύμφωνα με μεγάλες στατιστικές μελέτες, υπολογίζεται ότι στην Ελλάδα το 2020 οι γυναίκες στην εμμηνόπαυση θα είναι 2.800.000 (26,6% του πληθυσμού), το 50% περίπου (1.400.000) θα παρουσιάσει μέτρια έως σοβαρά συμπτώματα του ουρογεννητικού συνδρόμου. Από τις συμπτωματικές γυναίκες θα επισκεφθεί το γιατρό για βοήθεια και θεραπεία το 5-10%, δηλαδή περίπου 140.000-210.000 γυναίκες.
Αυτές οι γυναίκες ίσως και περισσότερες χρειάζονται ενημέρωση, για να φύγουν τα ταμπού και οι προκαταλήψεις, προκειμένου να έλθουν, χωρίς επιφυλάξεις, για ιατρική βοήθεια, επισήμαναν οι γιατροί, σημειώνοντας ότι η αντιμετώπιση της κολπικής ατροφίας πρέπει να αρχίσει το συντομότερο με την εμφάνιση των συμπτωμάτων και σήμερα κυκλοφορεί και στην ελληνική αγορά με 25% συμμετοχή του ασθενή, ένα τζελ χαμηλής δοσολογίας οιστριόλης (50 μg/g) που αντιμετωπίζει αποτελεσματικά το πρόβλημα.
Πηγή: onmed.gr