Η θυρεοειδική κακοήθεια προσβάλλει πιο συχνά τον γυναικείο πληθυσμό σε αναλογία 3 προς 1 και καταγράφεται κυρίως στις ηλικίες μεταξύ 25 και 65 ετών. Με βάση τα υπάρχοντα στοιχεία, ο ισόβιος κίνδυνος νόσησης κυμαίνεται μεταξύ του 0,8 και 0,3 για το γυναικείο και το αντρικό φύλο αντίστοιχα, με μέση ηλικία εμφάνισης τα 48 έτη.
Ο θυρεοειδικός καρκίνος την τελευταία δεκαετία παρουσιάζει τη μεγαλύτερη ετήσια αύξηση της επίπτωσης μιας νεοπλασίας σε σχέση με όλες τις λοιπές κακοήθεις παθήσεις των διαφόρων οργάνων, γεγονός που πιθανότατα οφείλεται σε περιβαλλοντικούς παράγοντες αλλά και στη σαφή βελτίωση των μεθόδων διάγνωσής του.
Τα επιτυχή ποσοστά προληπτικής αντιμετώπισης είναι εξαιρετικά και αποδεικνύουν πως η μέγιστη πλειοψηφία των ασθενών καταφέρνουν και θεραπεύονται. Βέβαια, απαραίτητη προϋπόθεση είναι να ακολουθηθεί το σωστό πρωτόκολλο αντιμετώπισης της παθήσεως με βάση τις ισχύουσες ογκολογικές θεραπευτικές οδηγίες.
Με βάση την προέλευση του καρκίνου, μπορούμε να κάνουμε δυο διαφορετικές ταξινομήσεις. Έτσι, έχουμε τις κακοήθεις θυρεοειδικές παθήσεις που προέρχονται από τα θυλακιώδη κύτταρα του αδένα και τις αντίστοιχες από τα μη θυλακιώδη.
Στην πρώτη κατηγορία ανήκουν:
1. Ο Θηλώδης τύπος (ο πιο συχνός τύπος θυρεοειδικής κακοήθειας – 80% του
συνόλου).
2. Ο Θυλακιώδης (10%).
3. Ο Καρκίνος από κύτταρα Hurthle (4%).
4. Ο Αναπλαστικός ή Αμετάπλαστος τύπος (1-2%).
Ο θηλώδης, ο θυλακιώδης και ο προερχόμενος από κύτταρα Hurthle τύπος, αναφέρονται και ως καλώς διαφοροποιημένος θυρεοειδικός καρκίνος.
Στη δεύτερη κατηγορία ανήκουν:
1. Το Μυελοειδές καρκίνωμα (4-5%).
2. Το Λέμφωμα (2%).
3. Το Τεράτωμα (Πολύ σπάνιος τύπος).
4. Οι μεταστάσεις από κακοήθεις παθήσεις άλλων οργάνων όπως του νεφρού, του πνεύμονα, του μαστού ή από μελάνωμα (Σπάνια).
Η εμφάνιση του θυρεοειδικού καρκίνου και οι παράγοντες κινδύνου
Ο καρκίνος του θυρεοειδούς εμφανίζεται σχεδόν αποκλειστικά με την μορφή ψυχρού όζου (οι ψυχροί -μη λειτουργικοί- όζοι αποτελούν το 80% του συνόλου των όζων). Η συχνότητα εμφάνισης των θυρεοειδικών όζων είναι μεγάλη (1 στους 2 άνω των 50 ετών έχει τουλάχιστον ένα όζο ανεξαρτήτως μεγέθους), αλλά ευτυχώς μόνο το 5% εξ αυτών είναι κακοήθεις.
Παράγοντες κινδύνου αποτελούν η έκθεση στην ακτινοβολία (αν ο ασθενής έχει υποβληθεί σε θεραπευτική ακτινοθεραπεία -κυρίως στο κεφάλι και τον τράχηλο για την αντιμετώπιση άλλων ογκολογικών παθήσεων, ειδικά σε νεαρή ηλικία- ή η έκθεσή του σε ακτινοβολία μετά από πυρηνικά ατυχήματα), το οικογενειακό ιστορικό καρκίνου θυρεοειδούς, η ύπαρξη συνδρόμων που σχετίζονται με την εμφάνισή του (π.χ. Πολλαπλή Ενδοκρινική Νεοπλασία MEN, σύνδρομο Oικογενούς Αδενοματώδους Πολυποδίασης FAP, σύνδρομο Gardner κ.λπ.), ενώ τελευταία ερευνάται και η πιθανότητα συσχέτισης της αυτοανόσου θυρεοειδίτιδας με την ανάπτυξη καρκίνου του θυρεοειδούς.
Τα παιδιά με οζώδη ή πολυοζώδη βρογχοκήλη, οι άντρες κυρίως με μονήρεις όζους, οι ενήλικες πάνω από τα 60, οι ασθενείς με ευμεγέθεις όζους, εκείνοι που προσέρχονται με ένα ταχέως αυξανόμενο σε μέγεθος θυρεοειδικό όζο και οι ασθενείς με ατομικό ιστορικό κακοήθειας του μαστού εμφανίζουν αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης της νόσου.
Η διάγνωση του θυρεοειδικού καρκίνου πραγματοποιείται:
• Με την αξιολόγηση του ατομικού και οικογενειακού ιστορικού
• Με τον αιματολογικό-ορμονολογικό έλεγχο
• Με την κλινική εξέταση
• Με το υπερηχογράφημα
• Με την παρακέντηση διά λεπτής βελόνης (FNA) και τη συνοδό κυτταρολογική εξέταση, είτε ενός όζου είτε ενός διογκωμένου τραχηλικού λεμφαδένα.
Θεραπεία, τα βήματα πριν και μετά την χειρουργική επέμβαση
Με μόνο στόχο την ίαση, σχεδιάζεται η κατάλληλη θεραπεία για κάθε ασθενή από το ογκολογικό συμβούλιο το οποίο απαρτίζουν οι: γενικός χειρουργός που ασχολείται με την ογκολογική χειρουργική των ενδοκρινών αδένων, ογκολόγος, πυρηνικός ιατρός, ενδοκρινολόγος και ακτινοθεραπευτής.
Η θεραπεία είναι κατ’ εξοχήν χειρουργική και συνίσταται στην ολική αφαίρεση του αδένα (ολική θυρεοειδεκτομή με μηδενικό μετεγχειρητικό λειτουργικό υπόλειμμα), καθώς επίσης και σε κάποιες περιπτώσεις στην εξαίρεση των λεμφαδένων και του κυτταρολιπώδους ιστού του τραχήλου (ετερόπλευρος ή αμφοτερόπλευρος λειτουργικός ριζικός λεμφαδενικός καθαρισμός) όταν ανευρίσκεται νόσος και σε αυτούς ή υπάρχει σαφής κλινικοεργαστηριακή και/ή απεικονιστική υποψία.
Συνήθως, στους καλά διαφοροποιημένους τύπους θυρεοειδικού καρκίνου, μετά την επέμβαση ακολουθεί η χορήγηση θεραπευτικής δόσης ραδιενεργού ιωδίου, με σκοπό την καταστροφή πιθανής ύπαρξης υπολειμματικών κακοήθων κυττάρων και/ή λεμφαδενικών μικρομεταστάσεων, που λόγω ότι είναι κύτταρα και όχι μάζα ή κακοήθης ιστός δεν φαίνονται στις προεγχειρητικές απεικονιστικές εξετάσεις ή διεγχειρητικά, ακόμα και αν χειρουργούσαμε με μικροσκόπιο.
Η θεραπευτική προσέγγιση ολοκληρώνεται με τη χορήγηση της κατάλληλης φαρμακευτικής αγωγής. Η ακτινοθεραπεία και η χημειοθεραπεία χρησιμοποιούνται σπανιότατα ως επικουρικά θεραπευτικά μέσα.
Φυσικά, ο ασθενής μετά από την επέμβαση και την οποιαδήποτε συμπληρωματική θεραπεία στην οποία θα υποβληθεί, τίθεται σε τακτική παρακολούθηση από τη θεράπουσα ενδοκρινολογική ομάδα για την έγκαιρη διαπίστωση πιθανής υποτροπής.
Όπως αναφέρθηκε και αρχικά, εφόσον ακολουθηθεί το ορθό θεραπευτικό πρωτόκολλο και η επέμβαση διενεργηθεί από εξειδικευμένο χειρουργό στην Ογκολογική Χειρουργική των Ενδοκρινών Αδένων, η πρόγνωση είναι στην μεγαλύτερη πλειοψηφία των περιπτώσεων άριστη και το αποτέλεσμα η ίαση.
Πηγή: onmed.gr