Στη μεσογειακή διατροφή τα ψάρια πρέπει να καταναλώνονται 2 με 3 φορές την εβδομάδα καθώς αποτελούν εξαιρετική πηγή πρωτεΐνης υψηλής βιολογικής αξίας, βιταμινών και ιχνοστοιχείων.
Η θρεπτική αξία των ψαριών ποικίλει ανάλογα με το είδος τους, την ηλικία, το μέγεθος, την εποχή του χρόνου, την περίοδο γονιμότητας και το είδος του νερού στο οποίο ζουν.
Το κρέας τους περιέχει πρωτεΐνες σε ποσοστά 15-26% με υψηλότερη περιεκτικότητα στον τόνο, βακαλάο, γλώσσα και γενικά στα ψάρια ανοικτής θάλασσας. Η περιεκτικότητά τους σε πολυακόρεστα ω3 λιπαρά οξέα κυμαίνεται ανάλογα με το είδος και την περιεκτικότητά τους σε λίπος. Ο βακαλάος και τα ψάρια ανοικτής θάλασσας έχουν χαμηλή περιεκτικότητα σε λίπος (< 5%) ενώ την υψηλότερη περιεκτικότητα έχουν (>15 %) έχουν η σαρδέλα και η πέστροφα.
Επιπρόσθετα, τα ψάρια αποτελούν κύρια πηγή λιποδιαλυτών βιταμινών (A, D, E, K), με κυριότερες την βιταμίνη A που ενισχύει το ανοσοποιητικό σύστημα και την όραση και τη βιταμίνη D που συμβάλει στη σωστή απορρόφηση του ασβεστίου από τα οστά και την ανάπτυξη του οργανισμού. Από τις υδατοδιαλυτές βιταμίνες, τα ψάρια περιέχουν όλες τις βιταμίνες του συμπλέγματος Β (Β1, Β2, Β6, Β12) με κυριότερη τη Β6, η οποία είναι απαραίτητη σε βασικές μεταβολικές λειτουργίες του οργανισμού.
Τα ψάρια και τα θαλασσινά περιέχουν ασβέστιο και φώσφορο, τα οποία ευθύνονται για την καλή υγεία των οστών και των δοντιών, ψευδάργυρο, ο οποίος αποτελεί σημαντικό στοιχείο του ανοσοποιητικού συστήματος, απαραίτητο για την υγεία του νευρικού συστήματος και της αναπαραγωγής και μαγνήσιο, απαραίτητο δομικό στοιχείο των οστών, των κυτταρικών μεμβρανών των νευρομυϊκών συνάψεων και του γενετικού υλικού με προστατευτική δράση στην καρδιά, τα αγγεία και την άμυνα του οργανισμού.
Πηγή: onmed.gr