Οι επιστήμονες συχνά καταφέρνουν να εντοπίσουν τις απαρχές μιας νόσου σε δυσάρεστα βιώματα, κυρίως της παιδικής ηλικίας.
Νέα μελέτη που δημοσιεύεται στην επιθεώρηση Current Biology καταδεικνύει πως οι εμπειρίες αυτές αφήνουν μια «μεταβολική υπογραφή» στον οργανισμό, συγκεκριμένα όταν πρόκειται επεισόδια κατάθλιψης που εκδηλώνονται σε μικρή ηλικία.
Επεισόδια μείζονος κατάθλιψης επηρεάζουν τα επίπεδα του μιτοχονδριακού DNA στον οργανισμό αλλά και το μήκος των τελομερών, σύμφωνα με τους ερευνητές.
Τα μιτοχόνδρια είναι τα «εργοστάσια παραγωγής ενέργειας» του οργανισμού και μετατρέπουν την ενέργεια που λαμβάνουμε από τις τροφές σε μορφές ενέργειας που μπορούν να αξιοποιήσουν τα κύτταρα. Αν και το DNA βρίσκεται κυρίως στα χρωμοσώματα, τα μιτοχόνδρια διαθέτουν και δικό τους DNA. Από την άλλη, τα τελομερή βρίσκονται στο άκρο κάθε χρωμοσώματος και το προστατεύουν.
Όπως σημειώνει ο Δρ Jonathan Flint από το Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, ένας εκ των ερευνητών που εκπόνησαν τη νέα μελέτη, το μιτοχονδριακό DNA μεταβάλλεται, αυξάνεται συγκεκριμένα, ως αντίδραση στο στρες. Η μεταβολή αυτή υποδεικνύει αλλαγές στα ίδια τα μιτοχόνδρια αλλά και γενικότερα στην ενεργειακή απόδοση των κυττάρων.
Ο Flint και οι συνεργάτες του κατέληξαν στις παραπάνω διαπιστώσεις ενώ αναζητούσαν γονίδια που πιθανώς αυξάνουν τον κίνδυνο εκδήλωσης κατάθλιψης. Αρκετά από τα υπό μελέτη άτομα είχαν βιώσει επίσης ως παιδιά εξαιρετικά δυσάρεστες εμπειρίες, όπως σεξουαλική κακοποίηση.
Συγκρίνοντας τα δείγματα από τα άτομα με αυτά με δείγματα από υγιή άτομα, εντοπίστηκαν στην πρώτη περίπτωση αυξημένα επίπεδα μιτοχονδριακού DNA. Στη συνέχεια, οι ερευνητές εξέτασαν και συνέκριναν το μήκος των τελομερών στις δύο υποομάδες. Είναι γνωστό πως τα τελομερή μικραίνουν σε μήκος κάθε φορά που ένα κύτταρο διαιρείται, άρα όσο μεγαλώνουμε. Καθώς οι μεταβολές στις μεταβολικές διεργασίες επηρεάζουν το ρυθμό γήρανσης του οργανισμού, οι ερευνητές θέλησαν να διαπιστώσουν εάν η κατάθλιψη επηρεάζει κατά τον ίδιο τρόπο το μήκος των τελομερών. Πράγματι, το μήκος των τελομερών ήταν μικρότερο στην πρώτη υποομάδα.
Οι παραπάνω εμπειρικές παρατηρήσεις επιβεβαιώθηκαν στο πλαίσιο εργαστηριακής δοκιμής που πραγματοποίησαν στη συνέχεια οι ερευνητές σε ποντίκια.
Πηγή: onmed.gr