Η ομοκυστεΐνη είναι ένα αμινοξύ του οποίου η αυξημένη συγκέντρωση στο αίμα έχει σχετιστεί στο παρελθόν με βλάβη στα αγγεία και στα νευρικά κύτταρα.
Αυτή η κατάσταση είναι γνωστή ως υπερομοκυστεϊναιμία.
Άνθρωποι με υπερομοκυστεϊναιμία μπορεί να εμφανίσουν θρόμβους αίματος στις είτε στις φλέβες τους (Π.χ. εν τω βάθει φλεβική θρόμβωση και πνευμονική εμβολή) είτε στις αρτηρίες (Π.χ. εγκεφαλικό επεισόδιο και καρδιακή ανεπάρκεια).
Κατά την διάρκεια της εγκυμοσύνης μπορεί να προκαλέσει αυξημένο κίνδυνο θρόμβωσης του αίματος, και μπορεί επίσης οι γυναίκες αυτές να έχουν υψηλότερο κίνδυνο αποβολής και άλλες επιπλοκές της εγκυμοσύνης.
Εκτός από τα ως άνω η υπερομοκυστεϊναιμία μπορεί να αυξήσει επίσης τον κίνδυνο γενετικών ανωμαλιών, άνοια (π.χ., ασθένεια Alzheimer) και τα κατάγματα των οστών.
Κοινές αιτίες της υπερομοκυστεϊναιμίας περιλαμβάνουν την νεφρική νόσο,την έλλειψη των βιταμινών Β (όπως το φυλλικό οξύ, η βιταμίνη Β12 και η βιταμίνη Β6) στην διατροφή, υποθυρεοειδισμός, αλκοολισμός, και ορισμένα φάρμακα.
Μελέτες έχουν δείξει ότι υψηλά επίπεδα ομοκυστεΐνης σχετίζονται με αυξημένο κίνδυνο για εμφάνιση νόσου Αλτσάιμερ (ΝΑ). Η σχέση μεταξύ κινδύνου για ΝΑ και επιπέδων ομοκυστεΐνης είναι ιδιαίτερα σημαντική και για το λόγο ότι τα επίπεδα της στο αίμα μπορούν να ελαττωθούν με αυξημένη πρόσληψη φυλλικού οξεός και βιταμινών Β6 και Β12. Υπάρχουν μελέτες σε εξέλιξη που ελέγχουν αν η ελάττωση αυτή θα επιφέρει τελικά ελάττωση του ρυθμού γνωστικής επιδείνωσης σε ασθενείς με ΝΑ ή αν μπορεί να καθυστερήσει ή να εμποδίσει την εμφάνιση της νόσου.
Η ανακάλυψη της Ομοκυστεΐνης
Ανακαλύφθηκε πρώτη φορά το 1932. Τριάντα έξι χρόνια μετά την ανακάλυψη της, πολύ λίγα είχαν κατανοηθεί σχετικά με τη σημασία της. Το 1964 ένας ερευνητής του Χάρβαρντ, ο Dr. Kilmer McCully, παρατήρησε ότι παιδιά που παρουσίαζαν αυξημένα επίπεδα ομοκυστεΐνης λόγω γενετικής ανωμαλίας, εμφάνιζαν καρδιακά νοσήματα παρόμοια με αυτά που εμφάνιζαν μεσήλικες ασθενείς. Πρότεινε τότε την ομοκυστεΐνη ως ανεξάρτητο παράγοντα κινδύνου για καρδιακά νοσήματα.
Η θεωρία του McCully αποδείχτηκε σωστή. Σήμερα τα αυξημένα επίπεδα ομοκυστεΐνης είναι πράγματι αναγνωρισμένος ισχυρός παράγοντας κινδύνου για καρδιακά νοσήματα, εγκεφαλικά επεισόδια, νόσο Alzheimer, Parkinson και στυτική δυσλειτουργία. Εκφυλιστικά νοσήματα όπως αρθροπάθειες αλλά και το ίδιο το γήρας συνδέονται επίσης με αυξημένα επίπεδα ομοκυστεΐνης.
Όμως, τι ακριβώς είναι η ομοκυστεϊνη και αντίστοιχα η υπερομοκυστεϊναιμία;
Η ομοκυστεΐνη δεν είναι συστατικό της διατροφής αλλά είναι ένα αμινοξύ που χρησιμοποιεί ο οργανισμός μας για το κτίσιμο των πρωτεϊνών. Σχηματίζεται από τη διάλυση του αμινοξέος μεθειονίνη, που βρίσκεται κυρίως σε ζωϊκές πηγές φαγητού όπως τα αβγά, κρέατα, και ολόπαχα γαλακτοκομικά προϊόντα. Το Πλάσμα Αίματος μας περιέχει την ομοκυστεΐνη με την οξειδωμένη μορφή της.
Ενώ λίγη ομοκυστεΐνη είναι απαραίτητη για τη καλή υγεία, σε υψηλότερα επίπεδα, όπως και με τη χοληστερόλη, φέρνει αρνητικές συνέπειες στη υγεία του ανθρώπου.
Η συγκέντρωση της Ομοκυστεϊνης στο πλάσμα, καθορίζεται από μεταβολικούς, γενετικούς και διατροφικούς παράγοντες, όπως επίσης από τον τρόπο ζωής, χρήση φαρμάκων κ.α.
Η Συγκέντρωση της Ομοκυστεϊνης αυξάνεται με την πάροδο της ηλικίας, και γενικά οι άνδρες έχουν υψηλότερες τιμές από τις γυναίκες. Γενετικοί Παράγοντες, όπως ανεπάρκεια του ένζυμου mthfr, μαζί με το περιβάλλον, συνεισφέρουν στην εμφάνιση της υπερομοκυστεϊναιμιας σε ασθενείς με στεφανιαία νόσο. Ανεπάρκεια Του Mthfr σχετίζεται με νευρολογικές και αγγειακές διαταραχές.
Ανεπάρκεια στη διατροφή και
· Δυσαπορρόφηση Φιλικού Οξέος,
· Βιταμίνης Β12 Και
· Β6
οδηγούν σε υπερομοκυστεϊναιμια.
Αυξημένα επίπεδα ομοκυστεΐνης σχετίζονται και με τη καθιστική ζωή, το κάπνισμα, την υπέρταση και με την υπερκατανάλωση οινοπνεύματος και καφέ αλλά και με τη λήψη φαρμάκων όπως η καρβαμαζεπίνη, η μεθοτρεξάτη και η φαινυντοΐνη.
Ένας από τους παράγοντες που προκαλούν αυξημένα επίπεδα ομοκυστεΐνης (υπερομοκυστεϊναιμία,HHCY) είναι η μειωμένη σπειραματική διήθηση των νεφρών και ειδικά των ασθενών με χρόνια νεφρική ανεπάρκεια (ΧΝΑ) τελικού σταδίου. Στους ασθενείς αυτούς οι οποίοι παρουσιάζουν υψηλή καρδιαγγειακή νοσηρότητα και θνησιμότητα, εμπλέκονται και άλλοι παράγοντες όπως υπέρταση, διαβήτης κάπνισμα κλπ. Επίσης, η περιορισμένη διατροφική πρόσληψη αυτών των ατόμων καθώς και απώλειες των υδατοδιαλυτών βιταμινών (συμπλέγματος Β και φυλλικό οξύ) αποτελούν παράγοντες στην διακύμανση των τιμών της ομοκυστεϊνης αφού οι νεφροί παίζουν ένα σημαντικό ρόλο στο μεταβολισμό της ομοκυστεϊνης.
Επίσης, κάποιος άνθρωπος μπορεί να γεννηθεί με κάποιο πρόβλημα στο μεταβολισμό που πιθανόν να προκαλεί αυξημένα επίπεδα ομοκυστεΐνης. Οι άνθρωποι που γεννιούνται με αυτό το πρόβλημα, συνήθως παρουσιάζουν κάποιο καρδιακό πρόβλημα σε νεαρή ηλικία.
Υπάρχουν δύο κοινές ανωμαλίες του γονιδίου στον πληθυσμό. Τα πρώτο γονίδιο κωδικοποιεί ένα ένζυμο. Αυτό το γονίδιο που είναι γνωστό ως μεθυλενοτετραϋδροφολική αναγωγάσης ή MTHFR . Το δεύτερο κοινό ελαττωματικό γονίδιο είναι η methioninesynthetase ή MS.
Μελέτες υποστηρίζουν πως η επικράτηση της ομοζυγωτίας -2 μεταλλαγμένα αντίγραφα του γονιδίου- βρίσκεται κοντά στο 15% για τον πληθυσμό της Ευρώπης, ενώ οι ασθενείς που είναι ετερόζυγοι – 1 αντίγραφο του μεταλλαγμένου γονιδίου- φθάνουν το 30-40% του πληθυσμού.
Μία σοβαρή μορφή της υπερομοκυστεϊναιμία ονομάζεται ομοκυστινουρία. Οι άνθρωποι που πάσχουν από ομοκυστινουρία έχουν πολύ υψηλό κίνδυνο θρόμβωσης του αίματος, και επίσης μπορεί να πάσχουν από διανοητική υστέρηση, ανωμαλίες των οστών, καθώς και προβλήματα όρασης.
Νοσήματα που συνδέονται με αυξημένα επίπεδα ομοκυστεΐνης
- Ουρική αρθρίτιδα
- Άγχος – Στρες
- Ρευματοειδής αρθρίτιδα
- Διαβήτης
- Μεταβολικό Σύνδρομο
- Ψωρίαση
- Υποθυρεοειδισμός
- Νεφρικά νοσήματα
- Οξεία Λεμφοβλαστική Λευχαιμία
- Κατάθλιψη
- Συστηματικός Ερυθηματοειδής Λύκος
- HIV/AIDS
- Καρκίνος
Σε αγγειογραφικές εργασίες σε ασθενείς με στεφανιαία ανεπάρκεια, στους οποίους έχουν χορηγηθεί βιταμίνες, βρέθηκε ότι εφόσον η HDL ήταν χαμηλή, η αγωγή με φάρμακα που ελαττώνουν τη χοληστερίνη ήταν πιο αποτελεσματική στην αναστολή της προόδου της αρτηριοσκλήρωσης, ενώ οι βιταμίνες επιδρούσαν αρνητικά στην άνοδο της HDL.
Αντίθετα, όταν υπήρχε υπερομοκυστεϊναιμία, η χορήγηση βιταμινών έδειξε αναστολή της προόδου της αθηροσκλήρωσης μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα. Αυτά τα ευρήματα δείχνουν ότι η σχέση αυτών των παραγόντων με την αρτηριοσκλήρωση είναι πιο σύνθετη και υπάρχουν υποομάδες ασθενών με διαφορετικούς μηχανισμούς της νόσου.
Πλήθος εργασιών έδειξαν ότι αύξηση της ομοκυστεϊνης μεγαλύτερη των 5μmol/L από τα φυσιολογικά επίπεδα αποτελεί ανεξάρτητο παράγοντα που συνδέεται με την εμφάνιση περιφερικής αρτηριοπάθειας, στεφανιαίας νόσου, θρομβοεμβολικής νόσου και εγκεφαλικής μικροαγγειοπάθειας που οδηγεί σε άνοια.
Ο μηχανισμός επίδρασης της υπερομοκυστεϊναιμίας στο τοίχωμα του αγγείου δεν είναι πλήρως διευκρινισμένος, αλλά φαίνεται ότι καταλήγει σε ίνωση και σε διαταραχή της λειτουργίας του ενδοθηλιακού κυττάρου, το οποίο χάνει τις αγγειοδιασταλτικές και αντιθρομβωτικές ιδιότητές του. Τα ενδοθηλιακά κύτταρα εμφανίζουν κενοτόπια και αποπίπτουν, εκθέτοντας τη βασική μεμβράνη στη δημιουργία μικροθρόμβων. Ακολουθεί η υπερπλασία του λείου μυϊκού τοιχώματος με την πάχυνση του διάμεσου ιστού και τη διάσπαση του έσω ελαστικού τοιχώματος του αγγείου.
Οι επιδράσεις της υπερομοκυστεϊναιμίας στο αγγειακό τοίχωμα επιτελούνται με πολλούς τρόπους, όπως αυτοοξείδωση των ομάδων θειόλης του μορίου της ομοκυστεΐνης και παρουσία ελεύθερων ριζών που προκαλούν οξειδωτικό στρες στα ενδοθηλιακά κύτταρα, δημιουργία συμπλεγμάτων θειολακτόνης (προερχομένης από την ομοκυστεϊνη) με μόρια LDL που ασκούν οξειδωτική επίδραση και ενεργοποίηση των μηχανισμών που προκαλούν τοπικά υπερπηκτικότητα και θρόμβωση.
ΕΓΚΥΜΟΣΥΝΗ ΚΑΙ ΥΠΕΡΟΜΟΚΥΣΤΕΪΝΑΙΜΙΑ
Η ύπαρξη υψηλών επιπέδων ομοκυστεΐνης στο αίμα έχει βλαπτική επίδραση στα αγγεία του πλακούντα και του φθαρτού, και συσχετίζεται με την εμφάνιση καθ’ έξιν εκτρώσεων και αποκόλλησης του πλακούντα. Η υπερομοκυστεϊναιμία έχει ενοχοποιηθεί και για άλλες επιπλοκές όπως προεκλαμψία, εμβρυϊκό θάνατο και επιβράδυνση της ενδομήτριας ανάπτυξης.
Διάγνωση
Η διάγνωση της υπερομοκυστιναιμίας γίνεται με μέτρηση της ολικής ομοκυστεΐνης στο αίμα. Μερικοί άνθρωποι μπορεί να κληρονομήσουν τα γονίδια που προκαλούν υπερομοκυστεϊναιμία. συνήθως εμφανίζεται σε άτομα με τουλάχιστον ένα ελαττωματικό γονίδιο, το οποίο επηρεάζει τη διάσπαση της ομοκυστείνης.
Υπάρχουν πολλές μέθοδοι για τη μέτρηση των επιπέδων ομοκυστεϊνης στο πλάσμα που δεν αφορούν όλους μας, αλλά τους ειδικούς.
Η Μέτρηση Της Ομοκυστεϊνης γίνεται μετά από νηστεία και τα δείγματα αίματος, διατηρούνται σε χαμηλές θερμοκρασιες.
ΤΑΞΙΝΟΜΗΣΗ ΤΗΣ ΟΜΟΚΥΣΤΕΪΝΗΣ
Κατάσταση
|
Τιμές tHcy πλάσματος(μMol/L) |
Φυσιολογική |
< 11 |
Ηπια |
11-15 |
Μέτρια |
15-30 |
Ενδιάμεση |
30-100 |
Σοβαρή |
>100 |
ΘΕΡΑΠΕΙΑ
Ο πρωταρχικός στόχος της θεραπείας είναι η μείωση των επιπέδων στο αίμα ομοκυστεΐνης στο φυσιολογικό.
Για να μειώσουμε τα επίπεδα και να επιτύχουμε τιμές κάτω των 8 μmol/L, πρέπει να διαχειριστούμε συνολικά τους παράγοντες που συντελούν στην αύξηση της ομοκυστεΐνης.
– έλλειψη βιταμινών του συμπλέγματος Β
– έλλειψη γλυκίνης
– αυξημένη οξείδωση
– τοξική επιβάρυνση
– έλλειψη άσκησης
– διατροφή
Μελέτες έδειξαν ότι το φυλλικό οξύ μπορεί να βοηθήσει στη μειώσει των επίπεδων ομοκυστεΐνης στο αίμα. Το φυλλικό οξύ μειώνει τα επίπεδα αμινοξέος ομοκυστεΐνης και μαζί τις πιθανότητες της καρδιαγγειακής πάθησης. Τα στοιχεία είναι πολύ πειστικά και δείχνουν ότι η μείωση της ομοκυστεΐνης με το φολικό οξύ μειώνει τον κίνδυνό εμφραγμάτων και εγκεφαλικών επεισοδίων κατά περίπου 10-20%
Η θεραπεία μπορεί να συνίσταται δίνοντας συμπληρώματα του φολικού οξέος, βιταμίνη Β-12, και / ή βιταμίνης Β-6. Είναι, επίσης, θεμιτό να δίνεται συνεπικουρική θεραπεία που περιλαμβάνει αντιπηκτικά φάρμακα (αντιπηκτικά), όπως ασπιρίνη, κλοπιδογρέλη, ηπαρίνη, χαμηλού μοριακού βάρους ηπαρίνη, ή βαρφαρίνη, για την πρόληψη θρομβώσεων.
Το παρήγορο στην κατάσταση αυτή είναι το γεγονός, ότι οι συγκεντρώσεις της ομοκυστεΐνης του αίματος ελαττώνονται εύκολα και ομαλοποιούνται, όταν προσλαμβάνονται χαμηλές δόσεις συμπληρώματος φυλλικού οξέος, της τάξης των 400 έως 600 μg (ή 0,4-0,6 mg) την ημέρα. Μεγαλύτερες δόσεις φυλλικού (π.χ. τα 5mg ημερησίως) για μακρό χρονικό διάστημα δεν συνιστώνται, διότι πέρα του ότι είναι περιττές, μπορεί να είναι και βλαπτικές.
H μακροχρόνια χορήγηση φυλλικού οξέος βρέθηκε να συμβάλλει στην πρόληψη του καρκίνου του μαστού και του παχέος εντέρου.
Τρόποι κάλυψης των αναγκών σε φυλλικό οξύ
Για την επαρκή πρόσληψη φυλλικού οξέος υπάρχουν τρεις τρόποι:
– Εκπαίδευση του κοινού (κυρίως των γυναικών), για την επιλογή κατάλληλων τροφίμων πλούσιων σε φυλλικό οξύ.
– Λήψη συμπληρώματος φυλλικού οξέος.
– Εμπλουτισμός των τροφίμων με φυλλικό οξύ.
Θεωρητικά, η πρόσληψη 400 μg ημερησίως αποκλειστικά από τρόφιμα, είναι εφικτή και με το παραπάνω. Όμως, ίσως αυτό δεν είναι πραγματοποιήσιμο καθημερινά. Στις ΗΠΑ η μέση ημερήσια κατανάλωση διαιτητικού φυλλικού από τις γυναίκες εκτιμάται ότι είναι περίπου 200 μg, ενώ στην Ευρώπη περίπου 247 μg. Επιπλέον, είναι γνωστό, ότι το φυλλικό οξύ των τροφών είναι λιγότερο απορροφήσιμο σε σχέση με το συνθετικό φυλλικό οξύ. Οπότε, η λήψη συμπληρωμάτων φυλλικού είναι μια ικανοποιητική μέθοδος για την κάλυψη των ημερήσιων αναγκών, κυρίως σε εγκυμονούσες γυναίκες.
Τροφές κατά της ομοκυστεΐνης
1: Πλούσιες σε φυλλικό οξύ
Λαχανικά: Σπανάκι, αντίδια, μαρούλι, σπαράγγια, μπρόκολο, κουνουπίδι, μπάμιες, μαϊντανός, κρεμμύδια (φρέσκα και ξηρά), λάχανο, αγκινάρες, καυτερή πράσινη πιπεριά, παντζάρια, σέλερι, σέλινο.
ΦΡΟΥΤΑ: Παπάγια, πορτοκάλι, φράουλες, αβοκάντο, λεμόνι, ακτινίδια, γκρέιπφρουτ, ανανάς, μανταρίνι, μπανάνα, μάνγκο, βερίκοκο.
2: Πλούσιες σε Β6*
Λαχανικά: Σπανάκι, αβοκάντο, λάχανο, γλυκιές πιπεριές, μπρόκολο, κουνουπίδι, κρεμμύδι, κολοκυθάκια, μπάμιες, μάραθο.
ΦΡΟΥΤΑ: Μπανάνα, καρπούζι, πεπόνι, λεμόνι, μούρα, δαμάσκηνα. Πλούσιες πηγές της Β6 είναι, επίσης, και τα κρεατικά που, ωστόσο, δεν συστήνονται για τον έλεγχο της ομοκυστεΐνης.
Πηγή: medlabgr.blogspot.com