Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας η υπογονιμότητα ορίζεται ως η αδυναμία των δύο συντρόφων να επιτύχουν μία εγκυμοσύνη, μετά από τουλάχιστον δώδεκα μήνες συστηματικής σεξουαλικής συνεύρεσης χωρίς προφυλάξεις.
Της Κατερίνας Ηλιάκη
Στη σημερινή εποχή, η λέξη «υπογονιμότητα» προκαλεί αγωνία και μπορεί να ανατρέψει τα δεδομένα και τον οικογενειακό προγραμματισμό του ζευγαριού, που σκέφτεται να αυξήσει τον αριθμό των μελών της οικογένειας.
Ποιες, όμως, είναι η αιτίες του φαινομένου και πόσο σημαντική είναι η ενημέρωση γύρω από το θέμα;
Ιδιαίτερη βάση πρέπει να δοθεί στην ψυχολογία των γυναικών, η οποία επηρεάζει σημαντικά στο συγκεκριμένο θέμα. Το στρες αποτελεί έναν από τους κύριους παράγοντες που επιδρούν στη σεξουαλική ζωή του ζευγαριού. Πολύ συχνά η γυναίκα εγκλωβίζεται μέσα σε ένα φαύλο κύκλο έντονου άγχους για το αν και πότε θα κατορθώσει να φέρει ένα παιδί στον κόσμο. Η κορτιζόλη και η επινεφρίνη, είναι ορμόνες που αυξάνονται σε περιόδους που νιώθει έντονο στρες και επηρεάζουν την ικανότητά της να τεκνοποιήσει.
Το παραπάνω προκύπτει και από τα αποτελέσματα της έρευνας που διενεργήθηκε από την επιδημιολόγο Κόρτνι Ντένινγκ-Τζόνσον Λιντς του Ιατρικού Κέντρου του Πανεπιστημίου του Οχάιο και την ομάδα της και δημοσιεύτηκε το 2014 στο περιοδικό«Human Reproduction». Το δείγμα αποτέλεσαν 373 γυναίκες, ηλικίας 18 – 48 ετών, που δεν είχαν διαγνωστεί με προβλήματα υπογονιμότητας και επιθυμούσαν να συλλάβουν.
Στη μελέτη αναλύθηκαν δυο βασικοί βιοδείκτες του στρες, όπως το σάλιο των γυναικών και συγκεκριμένα το επίπεδο του ενζύμου άλφα-αμυλάση και της κορτιζόλης. Τα αποτελέσματα έδειξαν πως οι γυναίκες με υψηλότερα επίπεδα αμυλάσης είχαν λιγότερες πιθανότητες να κυοφορήσουν κάθε μήνα, σε αντίθεση με εκείνες που τα επίπεδα του σχετικού ενζύμου στον οργανισμό τους ήταν χαμηλότερα. Τέλος, οι εξαιρετικά αγχώδεις υπερδιπλασίαζαν τις πιθανότητες υπογονιμότητας.
Φυσικά, πέρα από τους ψυχολογικούς παράγοντες, η υπογονιμότητα μπορεί να οφείλεται σε ορμονικές διαταραχές, όπως οι πολυκυστικές ωοθήκες που έχουν ως αποτέλεσμα τη μη φυσιολογική ή μη ποιοτική ωορρηξία. Μπορεί επίσης να οφείλεται στην ηλικία της γυναίκας καθώς ο χρόνος επηρεάζει αρνητικά την ποιότητα των ωαρίων, σε ανατομικές ανωμαλίες της μήτρας ή στο αδύναμο σπέρμα του συντρόφου της.
Από την άλλη πλευρά, εντυπωσιακό είναι το γεγονός ότι ενώ η υπογονιμότητα ταλαιπωρεί πολλές γυναίκες, η Ελλάδα κατατάσσεται πρώτη στις διακοπές κυήσεων στην Ευρώπη. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με το Τμήμα Γυναικολογίας του Πανεπιστημίου της Ιατρικής Σχολής Αθηνών, το 22% των Ελληνίδων δηλώνουν ότι έχουν κάνει τουλάχιστον μία έκτρωση στη ζωή τους. Το 10% από αυτές είναι ηλικίας κάτω των 18 ετών, γεγονός που αποδεικνύει ότι υπάρχει σοβαρό πρόβλημα ενημέρωσης για τους τρόπους προφύλαξης αλλά και τον οικογενειακό προγραμματισμό. Πώς όμως σχετίζονται οι εκτρώσεις με την υπογονιμότητα μιας γυναίκας;
Είναι γεγονός πως οι επανειλημμένες αμβλώσεις μπορεί να προκαλέσουν προβλήματα υγείας στις γυναίκες. Ποτέ δεν μπορούμε να γνωρίζουμε με σιγουριά αν μία έκτρωση θα δημιουργήσει τεχνικά προβλήματα και αν τελικά θα υπονομεύσει τη μετέπειτα προσπάθεια μιας γυναίκας να συλλάβει. Η βίαιη διακοπή της κύησης μπορεί να προκαλέσει φλεγμονή που είναι δυνατόν να οδηγήσει σε υπογονιμότητα ή άλλες επιπλοκές σε μια μελλοντική εγκυμοσύνη, όπως αποβολή,πρόωρος τοκετός ή μεγάλη αιμορραγία, αν προκληθούν προβλήματα στο ενδομήτριο.
Συνεπώς, οι γυναίκες δεν θα πρέπει να παίρνουν αψήφιστα τα σχετικά θέματα υγείας αντιθέτως, έχουν υποχρέωση να ενημερώνονται για ό,τι αφορά στο σώμα τους, τη σεξουαλική τους ζωή αλλά και τον οικογενειακό προγραμματισμό.
Πρέπει να λαμβάνουν πρωτοβουλίες για το έλεγχο της γονιμότητας, να ενημερώνονται επαρκώς για τους τρόπους αντισύλληψης και κυρίως να κάνουν συνειδητές επιλογές για το μέλλον τους.
Πηγή: onmed.gr