Η ρευματοειδής αρθρίτιδα είναι μια συχνή αυτοάνοση συστηματική νόσος η οποία προσβάλλει το 1% του πληθυσμού. Οι γυναίκες έχουν διπλασία έως τριπλάσια πιθανότητα να νοσήσουν, σε σχέση με τους άνδρες.
Το πρόβλημα εστιάζεται κυρίως στις αρθρώσεις όπου προκαλείται φλεγμονή και δυσκολία εκτέλεσης καθημερινών δραστηριοτήτων. Οι ασθενείς δυσκολεύονται να γράψουν, να ανοίξουν ένα βάζο, να ντυθούν να μεταφέρουν ένα αντικείμενο η ακόμη και να περπατήσουν, στις περιπτώσεις που η νόσος εκδηλώνεται στους γοφούς και στα γόνατα.
Μπορεί να προσβληθούν και ζωτικά όργανα όπως η κάρδια, πνεύμονες, αγγεία, οφθαλμοί, νεύρα κτλ. Αν δεν αντιμετωπιστεί έγκαιρα οδηγεί σε αναπηρία και μείωση του ορίου ζωής. Αυτό αποδεικνύεται από σειρά μελετών στην Ελλάδα και στο εξωτερικό οι οποίες δείχνουν πως η ΡΑ επιβαρύνει σημαντικά την ποιότητα ζωής των ασθενών και εκτός από τη μείωση της λειτουργικότητας μειώνει και το προσδόκιμο της επιβίωσης κατά 5 έως 10 έτη.
Μια σειρά επίσης από παράλληλα νοσήματα (συννοσηρότητες). Έχει σημαντικές επιπτώσεις και οδηγεί σε επιπλέον σωματική και ψυχολογική επιβάρυνση των ασθενών, με τις ανάγκες του καθενός να είναι διαφορετικές, ανάλογα με την μορφή και την πορεία της νόσου. Η επιβάρυνση αυτή οδηγεί έναν από τους δύο ασθενείς να διακόπτει συγκεκριμένες δραστηριότητες και ένας στους τρεις να εγκαταλείπει την εργασία του εξαιτίας της νόσου.
Την τελευταία 20ετία εμφανίστηκαν επαναστατικές θεραπείες (οι βιολογικοί παράγοντες) που άλλαξαν δραματικά προς το καλύτερο την αντιμετώπιση της ρευματοειδούς αρθρίτιδας σε ότι αφορά την μείωση της φλεγμονής την πρόληψη των δομικών βλαβών και της ανικανότητας καθώς και την επίτευξη ύφεσης νόσου.
Όμως παρά τη σημαντική πρόοδο που έχει επιτευχθεί παραμένουν ανεκπλήρωτες θεραπευτικές ανάγκες όπως η αντιμετώπιση της κόπωσης και του πόνου αλλά και η ψυχική υγεία των ασθενών. Έτσι σήμερα ο στόχος στην αντιμετώπιση Ρευματοειδούς αρθρίτιδας δεν είναι πλέον μόνο η ανακούφιση των συμπτωμάτων που νιώθουν οι ασθενείς και η αναστολή εξέλιξης της νόσου και της βλάβης των αρθρώσεων, αλλά και η διασφάλιση της ποιότητας ζωής στους πάσχοντες.
Βασική προϋπόθεση για να πετύχουμε όλους αυτούς τους στόχους αποτελεί η καλή συνεργασία γιατρού-ασθενούς. Με αυτό το δεδομένο η θεραπεία πρέπει να βασίζεται σε κοινή απόφαση μεταξύ των δύο. Όπως προαναφέρθηκε πρωταρχικός της στόχος είναι ο έλεγχος των συμπτωμάτων, η πρόληψη των δομικών βλαβών η διασφάλιση της λειτουργικότητας , η βελτιστοποίηση της ποιότητας ζωής του πάσχοντος και η ανεμπόδιστη συμμέτοχη του σε κοινωνικές και εργασιακές δραστηριότητες.
Καλή ποιότητα ζωής σε έναν ασθενή με ΡΑ θεωρείται η απουσία πόνου η καλή ποιότητα ύπνου, η διατήρηση της σεξουαλικής δραστηριότητας , η έλλειψη πρωινής δυσκαμψίας, εξάντλησης και άγχους καθώς και η εργασιακή και κοινωνική λειτουργικότητα.
Τις κρίσιμες παραμέτρους της ασθένειας στην καθημερινότητα των πασχόντων κατέδειξε μεγάλη διεθνής έρευνα, στην οποία συμμετείχαν 3.649 ασθενείς με ΡΑ σε 13 χώρες (RA NarRAtive). Η έρευνα αυτή αναδεικνύει την ανάγκη των ασθενών ναι αισθάνονται άνετα με τους επαγγελματίες υγείας και να μιλούν ανοικτά μαζί τους για τους θεραπευτικούς στόχους και τις προτιμήσεις τους για την αντιμετώπιση της ΡΑ με στόχο τη βελτίωση στη διαχείριση της νόσου τους.
Η συνεργασία γιατρού και ασθενούς είναι ένα κρίσιμο θέμα ώστε να αποδίδουν οι διάφορες θεραπείες, καθώς οι δυο πλευρές έχουν διαφορετική οπτική. Οι ασθενείς εστιάζουν στον πόνο στη λειτουργικότητα και στην εξάντληση που βιώνουν εξαιτίας της νόσου. Την ίδια ώρα οι γιατροί δίνουν έμφαση στη μείωση της φλεγμονής και τη προστασία της άρθρωσης και άλλων ζωτικών οργάνων.
Στις θεραπευτικές επιλογές της ρευματοειδούς αρθρίτιδας για την αρχική αντιμετώπιση περιλαμβάνονται συμβατικά (συνθετικά) τροποποιητικά της νόσου αντιρευματικά φάρμακα, όπως η μεθοτρεξάτη και η κορτιζόνη η οποία συνήθως αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της αρχικής αγωγής.
Εάν η νόσος δεν ελεγχθεί προστίθεται ένας από τους λεγόμενους ‘’βιολογικούς παράγοντες’’. Τα φάρμακα αυτά στοχεύουν και εξουδετερώνουν ουσίες και κύτταρα που διαδραματίζουν καίριο ρόλο στη διαδικασία της χρόνιας φλεγμονής και της αρθρικής καταστροφής.
Είναι σκευάσματα υψηλού κόστους και χορηγούνται δωρεάν από το κράτος σε όλους του ασθενείς που τα χρειάζονται. Αποτέλεσαν επανάσταση στη θεραπευτική και χρησιμοποιούνται από 20ετιας (οι παλαιότεροι). Είναι ενέσιμα και γίνονται συνήθως υποδόρια από τον ίδιο τον ασθενή καθώς έχουν συνήθως τη μορφή πένας. Γίνονται μια φορά την εβδομάδα η κάθε 2η εβδομάδα η μια φορά το μήνα (αναλόγως το σκεύασμα).
Εξέλιξη αυτών αποτελούν την τελευταία 5ετια, οι λεγόμενες στοχευόμενες θεραπείες που χορηγούνται από μάλιστα από του στόματος. Μέχρι στιγμής η μοναδική που κυκλοφορεί στη χώρα μας είναι το tofacitinib.
Να σημειωθεί πάντως οτι το αποτέλεσμα της θεραπείας επηρεάζεται εκτός των άλλων και από τη σχέση που υπάρχει μεταξύ γιατρού και ασθενούς. Η έρευνα ΡA NaRAtive έδειξε ότι το επίπεδο οικειότητας με τον γιατρό έχει θετική επίδραση στην ασθένεια, με αποτέλεσμα οι ασθενείς με ΡΑ, που εκφράζουν ελεύθερα τις ανησυχίες και τους φόβους τους, έχουν 43% περισσότερες πιθανότητες να βλέπουν θετικά την κατάσταση της υγεία τους ενώ ανταποκρίνονται καλυτέρα στην θεραπεία . Η σιωπή είναι εμπόδιο στην καλύτερη περίθαλψη, με τρεις στους πέντε ασθενείς να αναφέρουν ότι δεν αισθάνονται άνετα να εκφράσουν τις ανησυχίες και τους φόβους τους στον γιατρό τους.
Οι πολλαπλές παράμετροι που επηρεάζουν την ΡΑ, αναδεικνύουν την αναγκαιότητα συνεργασίας όλων των εμπλεκομένων πλευρών για μεγιστοποίηση του θεραπευτικού αποτελέσματος: Ασθενείς, Ρευματολόγοι, οικογένεια, Σύλλογοι Ασθενών και Πολιτεία πρέπει να συνεργάζονται στενά. Έρευνες δείχνουν ότι όλοι συμφωνούν πως η συμμετοχή των ασθενών στις θεραπευτικές αποφάσεις αλλά και στη χάραξη πολιτικών υγείας είναι κλειδί για την επιτυχία στην αντιμετώπιση της Ρευματοειδούς Αρθρίτιδας.
Οι αυξημένες ανάγκες των ασθενών , σε όλα τα επίπεδα, περιγράφονται στην Ευρωπαϊκή Χάρτα Δικαιωμάτων των Ασθενών. Σε γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τα δικαιώματα των ασθενών επισημαίνεται πως η μακροχρόνια ασθένεια και η αναπηρία δημιουργούν νέες ανάγκες και νέες προσδοκίες στους ασθενείς.
Δρ. Γ. Ανδρέας Μπούνας
Ειδικός Ρευματολόγος
Πηγή