Κυριακή , 29 Δεκέμβριος 2024

Οι δύο τολμηροί ρόλοι που φοβήθηκε η Βουγιουκλάκη και ανέδειξαν την Λάσκαρη

Όχι έναν αλλά δύο ρόλους αρνήθηκε να παίξει η Αλίκη Βουγιουκλάκη γιατί τους φοβήθηκε και ήταν αυτοί οι ρόλοι που έκαναν σταρ την αξέχαστη Ζωή Λάσκαρη.

Μπορεί οι ταινίες να έγιναν μεγάλες επιτυχίες, σε κάνουν πάντως να αναρωτιέσαι πώς θα ήταν ο ρόλος αν είχε τελικά ενσαρκωθεί από την πρώτη επιλογή των ιθυνόντων.

Στις 2 Δεκεμβρίου του 1961 προβάλλεται για πρώτη φορά στις κινηματογραφικές αίθουσες η ταινία του Γιάννη Δαλιανίδη «ο Κατήφορος».

Η Ζωή Λάσκαρη υποδύεται την Ρέα, μια κοπέλα από καλή οικογένεια, που έχει σχέση με τον Κώστα (Νίκος Κούρκουλος), ο οποίος την απατά και δεν της φέρεται καλά. Όταν η Ρέα αποφασίζει να τον εγκαταλείψει και να συνδεθεί ερωτικά με τον Πέτρο (Βαγγέλης Βουλγαρίδης), ο Κώστας για να την τιμωρήσει, την παρασύρει σε ένα ερημικό σημείο, της παίρνει τα ρούχα και την αφήνει γυμνή, με αποτέλεσμα να συλληφθεί και να ντροπιαστεί. Ο Κώστας συνάπτει δεσμό με τη μικρότερη αδελφή της Ρέας και τότε εκείνη τον σκοτώνει.

Η Ζωή Λάσκαρη ήταν 17 ετών όταν γυρίστηκε η ταινία. Δεν είχε σπουδάσει υποκριτική, αλλά δύο χρόνια νωρίτερα το 1959, αυτό το κορίτσι με τα ατελείωτα μακριά πόδια, τα ξανθά μαλλιά και το μπλαζέ ύφος, είχε κερδίσει τον τίτλο της Σταρ Ελλάς.

Ένας άνθρωπος της εταιρείας τη σύστησε στον Φίνο και εκείνος αρχικά της πρότεινε ένα μικρό ρόλο για τον «Κατήφορο». Η Λάσκαρη όμως στα δοκιμαστικά έκανε τους υπεύθυνους να τρίβουν τα μάτια τους κι έτσι έγινε πρωταγωνίστρια. Αρχικά, ο ρόλος της Ρέας προοριζόταν για την Αλίκη Βουγιουκλάκη, αλλά η ηθοποιός φοβήθηκε τις τολμηρές σκηνές και απέρριψε τον ρόλο.

Η ταινία ήταν τολμηρή για τα αυστηρά ήθη της εποχής και η σκηνή που η Ζωή Λάσκαρη τρέχει γυμνή στον δρόμο φωνάζοντας τον Κώστα που της έχει πάρει τα ρούχα, είναι μια από τις πιο διάσημες του ελληνικού κινηματογράφου.

zoi1

Αυτό όμως που είναι εντυπωσιακό είναι ότι η ηθοποιός, όχι μόνο δεν στιγματίστηκε από τον ρόλο, αλλά η ταινία αυτή ήταν η αρχή μιας λαμπρής καριέρας. Η Ζωή Λάσκαρη πρωταγωνίστησε τόσο σε δραματικές ταινίες, όσο και στα διάσημα μιούζικαλ του Δαλιανίδη. Μάλιστα μετά την πρώτη της συνεργασία με τη Φίνος στον «Κατήφορο» υπέγραψε μόνιμο συμβόλαιο με την εταιρεία και πληρωνόταν με το μήνα.

Πέρα από τη Ζωή Λάσκαρη, η συγκεκριμένη ταινία έκανε σταρ και τον Νίκο Κούρκουλο. Ο Φίνος αρχικά είχε αμφιβολίες για τον Κούρκουλο καθώς θεωρούσε ότι οι ταινίες στις οποίες είχε πρωταγωνιστήσει μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν ήταν υψηλής καλλιτεχνικής αξίας. Κάποια στιγμή είδε μια φωτογραφία του ηθοποιού, όπου δεν τον αναγνώρισε και είπε στους συνεργάτες του «τον βρήκα, αυτόν θέλω». Όταν του αποκάλυψαν ότι αυτός που είχε δει ήταν ο Κούρκουλος, αποφάσισε να του δώσει την ευκαιρία. Τα γυρίσματα ήταν αρκετά για να τον πείσουν να αλλάξει γνώμη για τον ηθοποιό και η συνεργασία τους συνεχίστηκε.

Το ατύχημα του Βουτσά που τον έστειλε στο νοσοκομείο

Στην ταινία εμφανίστηκε και ο ίδιος ο Φίνος κάνοντας τον υπάλληλο του δικαστηρίου, που καλούσε τους μάρτυρες στη δίκη της Ρέας. Κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων, ο Κώστας Βουτσάς, ο οποίος ενσάρκωνε έναν διεφθαρμένο νέο της εποχής, είχε ένα ατύχημα που τον έστειλε στον Ερυθρό Σταυρό. Στην περίφημη σκηνή που ο Κούρκουλος παίρνει τα ρούχα της Λάσκαρη και μπαίνει στο αυτοκίνητο όπου τον περιμένουν οι δύο φίλοι του (ένας εκ των οποίων ο Βουτσάς), ο ηθοποιός πάτησε απότομα το γκάζι με αποτέλεσμα ο Βουτσάς του να χτυπήσει το κεφάλι του και να πάει στο νοσοκομείο.

Η ταινία αρχικά δεν σημείωσε εισπρακτική επιτυχία ενώ αρκετοί κινηματογράφοι θέλησαν να σταματήσουν την προβολή. Η επιμονή του Φίνου να δώσουν στον κόσμο τον χρόνο που χρειαζόταν για να δεχτεί μια πιο προχωρημένη ταινία, τελικά τον δικαίωσε. Ο «Κατήφορος» έκοψε 161.331 εισιτήρια και ήρθε πρώτος σε εισπράξεις την χρονιά προβολής του, ανάμεσα σε 68 ταινίες. Όσο για τους ηθοποιούς που πήραν μέρος είδαν την καριέρα τους να εκτοξεύεται.

Ο Αστερισμός της Παρθένου, 1973: Το «ναι» που η Αλίκη πήρε γρήγορα πίσω

Ακόμα μία «ακατάλληλη» ταινία προτάθηκε στην Αλίκη Βουγιουκλάκη και για μια στιγμή σκέφτηκε να αλλάξει πορεία και είπε το «ναι». «Επί δέκα χρόνια νιαουρίζω» έλεγε για να πείσει τον εαυτό της ότι είχε έρθει η ώρα να τολμήσει και κάτι διαφορετικό. Έτσι πήρε την απόφαση να παίξει στον «Αστερισμό της Παρθένου». Η σκηνοθεσία ήταν του Γιάννη Δαλιανίδη και η μουσική του Μίμη Πλέσσα.

Το 1966, ο Γιώργος Τζαβέλλας έγραψε τον «Αστερισμό της Παρθένου», ένα κοινωνικό δράμα που έθιγε πολλά ευαίσθητα ζητήματα. Κεντρικό πρόσωπο της ιστορίας, είναι μια ιερόδουλη που αφηγείται πως έφτασε στο σημείο να βγει στο πεζοδρόμιο, για να καταφέρει να επιβιώσει.

zoi3

Για πρωταγωνίστρια ο Τζαβέλλας είχε επιλέξει την Αλίκη. Η πρόταση έγινε κι εκείνη παρά τους αρχικούς της δισταγμούς δέχθηκε. Γιατί όχι να μην έκανε μία στροφή στην καριέρα της; Η τόλμη όμως που επέδειξε δεν θα κρατούσε πολύ…

Στις 12 Ιουλίου 1966, η Αλίκης και ο Τζαβέλλας δίνουν κοινή συνέντευξη και μιλούν για την συνεργασία τους. Η Αλίκη, έδειχνε ιδιαίτερα ανυπόμονη για αυτό το νέο εγχείρημα: «Επί δέκα χρόνια τώρα νιαουρίζω. Έδωσα τον εαυτό μου σε αυτά τα νιαουρίσματα. Η Αλίκη ως “κατάλληλη” σταματάει», είχε δηλώσει στον Τύπο της εποχής.

Όταν οι δημοσιογράφοι ρώτησαν τον Γιώργο Τζαβέλλα για τη νέα του ταινία, εκείνος δεν παρέλειψε να τονίσει το πόσο πίστευε στο ταλέντο της Βουγιουκλάκη: «Σε αυτή την ταινία, η Αλίκη θα υποδύεται ένα απόβρασμα της κοινωνίας, μια γυναίκα του πεζοδρομίου».

Μέσα όμως σε όλον αυτόν τον ενθουσιασμό, κρυβόταν κι ένας εκνευρισμός από την πλευρά της Βουγιουκλάκη. Ο σεναριογράφος τον βρήκε δικαιολογημένο λόγω της απειρίας της σε τέτοιου είδους ταινίες. Για εκείνη, ήταν η αρχή μια νέας καριέρας και ήταν λογικό να της προκαλεί εκνευρισμό και άγχος. Τελικά, η ταινία έμεινε στο συρτάρι. Η Αλίκη υπέκυψε στους φόβους της και δεν την ολοκλήρωσε ποτέ. Ήταν η δεύτερη φορά που έκανε πίσω σε ένα τολμηρό σενάριο και η Λάσκαρη έμελλε μια δεκαετία μετά να πάρει για δεύτερη φορά τον ρόλο που φοβήθηκε η Αλίκη.

Η Ζωή Λάσκαρη πήρε τις καλύτερες κριτικές για το υποκριτικό της ταλέντο. Η ταινία κατάφερε να κόψει περισσότερα από 120.000 εισιτήρια, ταξίδεψε και στο εξωτερικό με μεγάλη επιτυχία, ενώ στην τηλεόραση προβλήθηκε το 1979, ως ακατάλληλη.


Πηγή