Το τελευταίο ντεφιλέ υψηλής ραπτικής για την Άνοιξη/Καλοκαίρι 2020 θα κάνει σήμερα στο Παρίσι ο Ζαν Πολ Γκοτιέ και μετά θα αποσυρθεί από τις πασαρέλες, καθώς λέει πως θα εξερευνήσει άλλους ορίζοντες.
Το κακό παιδί της βιομηχανίας της μόδας θα υποκλιθεί για τελευταία φορά στην πασαρέλα με ένα μεγάλο ντεφιλέ-σόου υψηλής ραπτικής στο Θέατρο Σατλέ, έπειτα από 50 χρόνια καριέρας και θα ξεκινήσει ένα νέο πρότζεκτ με τον θρυλικό οίκο μόδας του.
Την ανακοίνωση έκανε ο ίδιος πριν από λίγες ημέρες, μεσούσης της Εβδομάδας Μόδας στη γαλλική πρωτεύουσα, λίγο πριν ξεκινήσουν τα ντεφιλέ τη Δευτέρα.
Ο 67χρονος Γάλλος σχεδιαστής, που ξεκίνησε την καριέρα του κοντά στον Πιερ Καρντέν, απέκτησε τον τίτλο του κακού παιδιού από τότε που ανέτρεψε τους ενδυματολογικούς κώδικες στη δεκαετία του 1980.
Ίδρυσε την εταιρεία του το 1976 και άρχισε να ασχολείται με την υψηλή ραπτική το 1997. Το 2011 πούλησε τον οίκο μόδας του στον καταλανικό όμιλο Puig και το 2015 έβαλε τέλος στα ντεφιλέ για ρούχα «pret a porter» .
Είναι ο σχεδιαστής εμβληματικών δημιουργιών όπως ο κορσές που φόρεσε η Μαντόνα με τον στηθόδεσμο σε σχήμα κώνου ή τα κοστούμια σαν στολή ναύτη.
Το 1993 μάλιστα έβγαλε την Μαντόνα γυμνόστηθη σε επίδειξή του. Ο Γκοτιέ είναι ο μόδιστρος που ανέβασε στην πασαρέλα την προσωπική του φίλη Ντίτα Φον Τιζ, την Αμερικανίδα βασίλισσα του μπουρλέσκ, την οποία έντυσε πεταλούδα. Εκείνος που χρησιμοποίησε ως μοντέλο του την μούσα του Αλμοδόβαρ, την ισπανίδα ηθοποιό Ρόσι ντε Πάλμα, και που έβαλε τα μοντέλα του να χορεύουν ιρλανδέζικους παραδοσιακούς χορούς υπό τους ήχους της γκάιντας.
O Γκοτιέ εισήγαγε εξάλλου τις φούστες για άνδρες το 1984 -καθώς για εκείνον «ένας άνδρας δεν φέρει την αρρενωπότητά του στα ρούχα του, ο ανδρισμός βρίσκεται μέσα στο κεφάλι του». Επιπλέον, εκείνος συνετέλεσε στο να γίνει αποδεκτό το τατουάζ από τις μάζες και σχεδίασε για τον κινηματογράφο.
Λάτρης της Ελλάδας και του πολιτισμού της και συχνός επισκέπτης της χώρας και κυρίως της Μυκόνου, έχει δεχτεί επιρροές από την φουστανέλα την οποία έχει φορέσει και ο ίδιος.
Γιος ενός λογιστή, που μεγάλωσε στο Αρκέιγ κοντά στο Παρίσι, μυήθηκε πολύ μικρός στη μόδα από την αισθητικό γιαγιά του.
«Οι γονείς μου δεν ήταν τυπικοί Γάλλοι. Ήταν πολύ ανοιχτόμυαλοι. Θυμάμαι κάποτε, όταν είχα δει μια ταινία με τον Σίντνεϊ Πουατιέ, που λεγόταν “Μάντεψε ποιος θα έρθει το βράδυ”. Ήταν μια ιστορία αγάπης ανάμεσα σε έναν μαύρο και μια λευκή. Όταν την είδα, ρώτησα τους γονείς μου ‘Αν σας έρθω με μια μαύρη κοπέλα, τι θα πείτε; “Αν αγαπιέστε, θα είναι τέλειο”, απάντησε η μητέρα μου. Έπειτα από χρόνια, όταν τους είπα ότι είμαι γκέι και έχω σύντροφο με ρώτησαν: “Αγαπιέστε;”. Απάντησα “ναι”. “Τότε είναι τέλειο”, είπαν εκείνοι», είχε δηλώσει κάποτε σε συνέντευξή του.
Μιλώντας για τα τα πρώτα βήματά του στον χώρο της μόδας έλεγε: «Δεν ήταν εύκολο από την αρχή. Δεν είχα χρήματα, αλλά είχα ενθουσιασμό. Οι γονείς μου δεν είχαν χρήματα. Αλλά νομίζω ότι ήταν καλύτερα για μένα, διότι γνωρίζω ότι μπορώ να κάνω κάτι με το τίποτα… Αν έχεις πάθος, τίποτα δεν είναι αδύνατο. Αν είσαι πωρωμένος με κάτι και θέλεις να το κάνεις, θα βρεις λύση… Ίσως να ήμουν τυχερός γιατί η πρώτη μου δουλειά ήταν ως μαθητευόμενος στον Πιέρ Καρντέν. Δεν φοίτησα σε σχολή σχεδιαστών μόδας. Το πάθος μου με την μόδα ήταν το σχολείο μου-διάβαζα όλα τα περιοδικά μόδας και για μένα ήταν σαν την Βίβλο».
Κάποτε το περιοδικό «AnOther» του έθεσε μια σειρά από ερωτήσεις στο πλαίσιο της στήλης που φιλοξενεί με τίτλο «Το Ερωτηματολόγιο του Προυστ». Ξεκίνησε λέγοντας ότι του προκαλεί δάκρυα το… γουασάμπι–η καυτερή παχύρρευστη και πρασινόχρωμη ιαπωνέζικη πάστα μέσα στην οποία βουτάμε το σούσι- κάτι που άλλωστε συμβαίνει στους περισσότερους και από όλες τις απαντήσεις του φάνηκε ότι είναι πραγματικά ένα τρομερό παιδί:
-Έχετε κάποιον μέντορα ή κάποια προσωπικότητα που να σας έχει εμπνεύσει ή επηρεάσει;
Το αρκουδάκι μου, τη Νάνα.
– Για ποιο επαγγελματικό κατόρθωμά σας είστε περισσότερο υπερήφανος;
-Για τον κωνικό στηθόδεσμο της Νάνα.
– Πώς φαντάζεστε μια ρομαντική βραδιά;
-Να μοιράζομαι μια κονσέρβα γατοτροφής μαζί με την γάτα μου μπροστά από την τηλεόραση.
Πηγή