H νέα ταινία «Blonde» στο Netflix, εμπνευσμένη από τη ζωή της Μέριλιν Μονρόε, χρησιμοποιεί τη θρυλική σταρ για να κάνει μια ανεπίτρεπτη καμπάνια ενάντια στο δικαίωμα των γυναικών στην έκτρωση.
Μισογυνική, καταθλιπτική, νεκροφιλική, άνιση, βαρετή, υστερική, σεξιστική, χειριστική… Αυτά είναι μονάχα μερικά από τα επίθετα με τα οποία υποδέχθηκε ο διεθνής Τύπος την ταινία «Blonde» (H ξανθιά), που έκανε πρεμιέρα την προηγούμενη εβδομάδα στη δημοφιλή πλατφόρμα του Netflix. Το φιλμ του Andrew Dominik για τη ζωή της Μέριλιν συζητήθηκε τόσο πολύ όσο καμία ταινία τα τελευταία χρόνια, προκαλώντας τσουνάμι αρνητικών κριτικών στα media και στα κοινωνικά δίκτυα.
Τι έφταιξε; Πολλά. Κακή σκηνοθεσία γεμάτη φτηνά τρικ, ατελείωτη κλάψα, αδικαιολόγητη διάρκεια, ένα αψυχολόγητο μοντάζ απόλυτης μιζέριας, με μια αλληλουχία καταθλιπτικών σκηνών κακοποίησης που πέφτει στην οθόνη σαν βιβλική κατάρα και δεν αφήνει τον θεατή να πάρει ανάσα.
Ταινία-τυμβωρύχος
Ο Andrew Dominik, με λύσσα τυμβωρύχου, σκυλεύει τον θρύλο της Μέριλιν και εξοργίζει κοινό και κριτικούς. Το χειρότερο, όμως, είναι ότι καπηλεύεται τη μεγαλύτερη σταρ που πέρασε ποτέ από το Χόλιγουντ για να κάνει ένα κατάπτυστο και επικίνδυνο κήρυγμα κατά των αμβλώσεων, μέσα από μια πλατφόρμα μεγάλης επιρροής με πάνω από 220 εκατομμύρια συνδρομητές σε όλον τον κόσμο.
Σε μια ρευστή εποχή σαν αυτή, κατά την οποία το δικαίωμα στην άμβλωση αμφισβητείται από σκοταδιστικές δυνάμεις στις ΗΠΑ και στην Ευρώπη, ο δυτικός φιλελεύθερος κόσμος δέχεται ευθείες επιθέσεις από τη νεοφασιστική ατζέντα του Πούτιν, ο ορθολογισμός και η επιστήμη βάλλονται από ανορθολογιστές, συνωμοσιολόγους και λοιπούς… ψεκασμένους, το τελευταίο πράγμα που χρειαζόμασταν ήταν ένα τρίωρο κακοηθέστατο παραλήρημα κατά των εκτρώσεων από το Netflix.
Πέρα από τη σπουδαία ερμηνεία (και τέλεια μεταμόρφωση) της Άνα ντε Άρμας, η οποία αποτελεί τον μόνο λόγο για να δει κάποιος, μαζοχιστικά, την τρίωρη εξαντλητική ταινία, το «Blonde» είναι μια ύπουλη κατάβαση στην Κόλαση. Αυτό δεν ήταν φιλμ, ήταν TV spot για τα δικαιώματα του αγέννητου μωρού, με έμβρυα που μιλάνε (!), με μια Μέριλιν να λέει στη μητέρα της που την είχε κακοποιήσει ότι ήταν ηρωίδα γιατί δεν έκανε έκτρωση και τη γέννησε χαρίζοντας στην ανθρωπότητα μια Μέριλιν, με φρικιαστικές, χυδαίες σκηνές που έχουν στόχο να ενοχοποιήσουν το δικαίωμα μιας γυναίκας στην έκτρωση και να δώσουν στις αμβλώσεις μια προσέγγιση καφκικού τρόμου.
Η κάμερα μπαίνει αδιάκριτα -κυριολεκτικά- μέσα στη μήτρα της Μέριλιν, το έμβρυο μιλάει στη σταρ από την κοιλιά και την παρακαλάει να μην το σκοτώσει (ό,τι πιο κιτς, χειριστικό και ελεεινό έχουμε δει ποτέ σε χολιγουντιανή ταινία), η Μέριλιν σηκώνεται από το κρεβάτι του χειρουργείου, πετάει τους ορούς και τρέχει με την ιατρική ρόμπα στους διαδρόμους του νοσοκομείου για να σωθεί από τους κακούς δράκους που προσπαθούν να της αρπάξουν το έμβρυο με το νυστέρι.
Ο Andrew Dominik, υποτιμώντας τη νοημοσύνη του κοινού με φτηνιάρικα και ανέμπνευστα κλισέ, κουνάει σαν αφιονισμένος τηλε-πάστρορας το δάχτυλο στον θεατή, κάνοντας την έκτρωση -το απόλυτο δικαίωμα που έχει μια γυναίκα για να ορίσει το σώμα και τη ζωή της- να μοιάζει με δυστοπικό θρίλερ όπου οι «κακοί» γιατροί τρώνε έμβρυα ανυποψίαστων γυναικών.
Η πολιτική ορθότητα στραγγαλίζει το σινεμά
Βλέποντας το «Blonde» ένιωσα μια φοβερή νοσταλγία για τον κινηματογράφο της δεκαετίας του ’90. Προτού δηλαδή η πολιτική ορθότητα σαρώσει τα πάντα. Τότε που η μυθοπλασία ήταν μυθοπλασία, το σινεμά ψυχαγωγία και οι ταινίες δεν χρειαζόταν να μετατραπούν σε δικαιωματιστικό μανιφέστο ή σε κατηγορητήριο ενός λαϊκού δικαστηρίου στα κοινωνικά δίκτυα.
Οι σειρές πλέον και οι ταινίες έχουν μετατραπεί σε μια ατέλειωτη πατροναριστική επίδειξη πολιτικής ορθότητας. Επιλογές που γίνονται επί τούτω και βγάζουν μάτι, επιτηδευμένο κάστινγκ με στρατηγική για να περνάει νοήματα και πρότυπα, σεναριακές ντρίπλες προκειμένου να εξυπηρετηθεί ένα ατέλειωτο κυνήγι μαγισσών, ένας νέος μακαρθισμός, ακόμα κι αν τίποτα απ’ όλα αυτά δεν υπαγορεύεται από την πλοκή.
Είναι σχεδόν αφόρητος πια όλος αυτός ο στείρος διδακτισμός, σαν πλύση εγκεφάλου σε μια φασιστική δυστοπική κοινωνία σταλινικού ή ναζιστικού τύπου όπου ο Όμηρος σταματά να διδάσκεται, ως σεξιστής, ο Φράνσις Σκοτ Φιτζέραλντ στοχοποιείται ως μισογύνης, ο Σαίξπηρ γίνεται αποδιοπομπαίος τράγος ως ρατσιστής…
Στη μακρά λίστα του political correctness και του #DisruptTexts ακόμα και ο μπαρμπα-Μπεν του γνωστού θρυλικού ρυζιού αναγκάζεται να πάρει δρόμο από το ποταμόπλοιο του αμερικανικού Νότου γιατί περνάει ρατσιστικά πρότυπα, όπως άλλωστε και η ταινία «Όσα παίρνει ο άνεμος».
Μια άβουλη Μέριλιν στα νύχια της πατριαρχίας
H ταινία «Blonde» τα έχει εξαρχής λύσει όλα αυτά. Είναι όλοι ένοχοι, σεξιστές, βιαστές, μισογύνηδες, δολοφόνοι αγέννητων μωρών. Η Μέριλιν είναι ένα άβουλο ψυχοπαθές άθυρμα της πατριαρχίας που το περιφέρουν σαν σέξι λατέρνα από στούντιο σε στούντιο κι από πρεμιέρα σε πρεμιέρα, βιάζοντάς το, κακοποιώντας το, χαπακώνοντάς το και τελικά δολοφονώντας το. Άσχετο αν εν τέλει η ταινία αυτή που τα καταγγέλλει όλα αυτά κάνει τα ίδια και χειρότερα στη Μέριλιν, χαρίζοντάς της, την ώρα που σκύβει με το ζόρι ανάμεσα στα πόδια του Κένεντι, το πιο άσχημο, άγριο και χυδαίο γκρο πλαν στην ιστορία του σινεμά.
Ο Andrew Dominik βιάζει, κακοποιεί, δολοφονεί ξανά και ξανά σε κάθε πλάνο αυτής της τρίωρης κακοηθέστατης ταινίας τον μύθο μιας γυναίκας που έγινε φαινόμενο, παρουσιάζοντάς την σαν μια χαζή ευκολόπιστη bimbo που δεν ήξερε τι της γίνεται. Το δριμύ κινηματογραφικό (ή τηλεοπτικό;) του «κατηγορώ» για τον σεξισμό της χολιγουντιανής πατριαρχικής βιομηχανίας, τελικά, γυρνάει μπούμερανγκ, αποκαλύπτοντας ότι η δική του αδιάκριτη κάμερα ήταν ο χειρότερος σεξιστής.
ΥΓ.: Τα περί μη πιστότητας στα πραγματικά γεγονότα τα προσπερνάω, διότι ως προς αυτό υπάρχει μια σύγχυση: δεν πρόκειται για μια πίστη βιογραφία, αλλά για τη μεταφορά ενός βιβλίου, μιας μυθιστορηματικής βιογραφίας ή ενός μυθιστορήματος με βιογραφικά στοιχεία, από μια σπουδαία συγγραφέα όπως η Joyce Carol Oates (κοινώς, αυτή είναι η οπτική της Oates για τη Μέριλιν).
Άρα, μιλάμε για μια καθαρά λογοτεχνική προσέγγιση στη ζωή της Μέριλιν και όχι για το προϊόν μιας -όσο πιο αντικειμενικής γίνεται- τυπικής βιογραφίας που ακολουθεί την επιστημονική πρακτική της έρευνας σε πολλές πηγές, με διασταύρωση πληροφοριών, πληθώρα διαφορετικών απόψεων και προσεγγίσεων κ.λπ., με τον τρόπο που θα το έκανε ένας ακαδημαϊκού τύπου βιογράφος ή ένας ερευνητής δημοσιογράφος.
Πηγή