Επικριτικός είναι ο Διευθυντής του Γραφείου του Προέδρου ΣΥ.ΡΙΖ.Α., Μιχάλης Καλογήρου, απέναντι στην κυβέρνηση για την υπόθεση Λιγνάδη.
Ο κ. Καλογήρου, με άρθρο του στην «Καθημερινή», επικρίνει την κυβέρνηση γιατί δείχνει να αγνοεί τις φωνές όσων διαμαρτύρονται για το κράτος δικαίου στη χώρα μας, και ειδικά για την υπόθεση Λιγνάδη.
«Η κυβέρνηση στέκεται αμήχανη, αν όχι εχθρική, απέναντι στους ανθρώπους και ιδίως στους νέους, στις νέες και στους καλλιτέχνες που διαμαρτύρονται αυτές τις ημέρες, μετά την ολοκλήρωση σε πρώτο βαθμό της «δίκης Λιγνάδη». Δεν αντιλαμβάνεται ότι δεν ζητούν την εφαρμογή ενός δικού τους νόμου –δεν παίρνουν τον νόμο στα χέρια τους–, αλλά αντιθέτως ζητούν εξηγήσεις για τον τρόπο που η Δικαιοσύνη εφάρμοσε τον νόμο. Ζητούν δηλαδή ό,τι ακριβώς συνιστά τη ραχοκοκαλιά του κράτους δικαίου, την κατίσχυση του νόμου της πολιτείας και της ισότητας. Προσπαθούν, μάλιστα, να μπορέσουν να ακουστούν από τους θεσμούς, χωρίς να αντιμετωπιστούν ως όχλος. Θέλουν να προφέρουν το όνομά τους, για αυτό και υπογραμμίζουν ότι «οι δικαστικές αποφάσεις εκδίδονται στο όνομα του ελληνικού λαού». Είναι αυτοί που μέσα από την κίνησή τους, από τις διεργασίες τους και τη ζωή τους θα γεννηθεί το νέο και κάθε αλλαγή», γράφει χαρακτηριστικά.
Ο πρώην υπουργός Δικαιοσύνης της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ εξηγεί, στο άρθρο του, τις ανακρίβειες που διατυπώθηκαν για τον Δημήτρη Λιγνάδη, ο οποίος αφέθηκε ελεύθερος, μετά την καταδίκη του για δύο βιασμούς:
«Η κυβέρνηση, για ακόμα μία φορά, επιχείρησε να αντιμετωπίσει μια δικαστική απόφαση ως ζήτημα πολιτικής διαχείρισης ζημιάς μέσω των γνωστών τεχνασμάτων της προπαγάνδας του ποινικού λαϊκισμού. Πρόθυμοι να υποστηρίξουν κάθε είδους αντιεπιστημονικό αφήγημα, δημοσιογράφοι και δημοσιολογούντες, αδιάφοροι προς τη διασφάλιση της ευθυκρισίας των πολιτών, αυτονόητη προϋπόθεση της δημοκρατίας. Στην αρχή ο Λιγνάδης αποφυλακίστηκε με τον νόμο Παρασκευόπουλου. Συκοφαντία. Προσωπική και πολιτική στοχοποίηση που γίνεται σε οποιαδήποτε αποφυλάκιση των τελευταίων χρόνων. Στη συνέχεια, η ποινή ανεστάλη, με τους ποινικούς κώδικες του 2019. Ψέμα. Η αναστολή στον πρωτόδικα καταδικασμένο δόθηκε με διάταξη του 2010, ενώ ο θεσμός της αναστολής έως την εκδίκαση του εφετείου ισχύει εδώ και δεκαετίες. Τέλος, μετά τις αλλεπάλληλες διαψεύσεις, εφηύραν και διαδίδουν το τέχνασμα ότι ο βιασμός ανηλίκων με δική της νομοθετική πρωτοβουλία τιμωρείται πλέον με ισόβια κάθειρξη, ποινή που δεν θα μπορούσε να έχει ανασταλεί. Διαστρέβλωση της αλήθειας. Δεν υπήρχε καμία περίπτωση να γίνει αυτό στη συγκεκριμένη υπόθεση, αφού, ακόμα και αν δεν είχε γίνει η μεταρρύθμιση του 2019, και οι προϊσχύουσες διατάξεις του Ποινικού Κώδικα δεν προέβλεπαν ισόβια, αλλά πρόσκαιρη κάθειρξη».
Πηγή