Την αισιοδοξία για την έξοδο της χώρας από την έντονη οικονομική κρίση της παρελθούσας επταετίας, εκφράζει ουσιαστικά το Μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο Δημοσιονομικής Στρατηγικής (ΜΠΔΣ), το οποίο περιλαμβάνει τις μακροοικονομικές και δημοσιονομικές προβλέψεις για την τετραετία 2018-2021.
Υπό σωρευτικές δε προϋποθέσεις, σύμφωνα με το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων, οι θετικές προσδοκίες που είναι ήδη έκδηλες στα μηνύματα των αγορών, σε συνδυασμό με την ομαλή από πλευράς γεωπολιτικών παραμέτρων, εξέλιξη της τουριστικής περιόδου, δύνανται να ωθήσουν την ελληνική οικονομία στο πέρασμα από τη φάση στασιμότητας σε μια φάση σθεναρής ανάκαμψης.
Στο συμπέρασμα αυτό καταλήγει το Δημοσιονομικό Συμβούλιο στην αξιολόγηση του μεσοπρόθεσμου προγράμματος, το οποίο αναμένεται να κατατεθεί αύριο στη Βουλή μαζί με το πολυνομοσχέδιο με τη συμφωνία με τους θεσμούς. Η αξιολόγηση του Δημοσιονομικού επισυνάπτεται στο μεσοπρόθεσμο, ωστόσο δημοσιοποιήθηκε σήμερα.
Το Δημοσιονομικό Συμβούλιο εκτιμά ότι οι στόχοι για τα υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα 3,5% του ΑΕΠ είναι κατ’ αρχήν εφικτοί, ωστόσο παραμένει το ερώτημα κατά πόσον μια συνεχώς περιοριστική δημοσιονομική πολιτική είναι συμβατή με τους στόχους για τη διατήρηση θετικών ρυθμών αύξησης του πραγματικού ΑΕΠ.
Σημειώνεται ότι σύμφωνα με τον πίνακα με τα βασικά μεγέθη της ελληνικής οικονομίας που περιλαμβάνεται στο Μεσοπρόθεσμο, το ΑΕΠ θα αυξηθεί εφέτος κατά 1,8%, ενώ το 2018 προβλέπεται αύξηση 2,4%, το 2019 κατά 2,6%, το 2020 κατά 2,3% και το 2021 κατά 2,2%.
Σε γενικές γραμμές, αναφέρεται στην αξιολόγηση, οι προβλέψεις/εκτιμήσεις, σε συνδυασμό με τις επιμέρους δράσεις όπως περιγράφονται, αποτελούν ένα πλαίσιο που συνδυάζει τη μεσοπρόθεσμη δημοσιονομική σταθερότητα με την απαρχή μιας περιόδου οικονομικής μεγέθυνσης και σταδιακής μείωσης του ποσοστού ανεργίας. Η μεσοπρόθεσμη δημοσιονομική σταθερότητα στηρίζεται σε δύο πυλώνες:
Α. Στον αυστηρό έλεγχο και ανακατανομή των δαπανών, με συγκεκριμένους στόχους ανά υπουργείο.
Β. Στη διατήρηση μιας δομής του φορολογικού συστήματος, που ήδη από το 2016 ενσωματώνει δυνατότητες «υπεραπόδοσης», με μόνιμη, δηλαδή διαρθρωτική βάση, σε συνδυασμό με την πιο αποτελεσματική φορολογική διοίκηση.
Με αυτά τα δεδομένα, η δημοσιονομική διαχείριση βρίσκεται σε ένα νέο καθεστώς, διαφορετικό απ’ ό,τι ίσχυε στο παρελθόν, ουσιαστικά σε ένα πλαίσιο «μεσοπρόθεσμης διατηρησιμότητας».
Για το σκέλος των δαπανών, το Δημοσιονομικό Συμβούλιο αναφέρει ότι είναι γεγονός πως οι δημόσιες δαπάνες τα τελευταία έτη, στο πλαίσιο του προγράμματος προσαρμογής, φαίνεται να έχουν καταστεί, σε απόλυτο σχεδόν βαθμό, μέγεθος ελεγχόμενο από την κυβέρνηση. Ειδικά την τελευταία τριετία, το επίπεδο των δαπανών παραμένει σχετικά σταθερό και ταυτόχρονα οι ετήσιες προβλέψεις, όπως αυτές περιλαμβάνονται στις εισηγητικές εκθέσεις του Προϋπολογισμού, ουσιαστικά επαληθεύονται. Συνεπώς, ο στόχος για συγκράτηση των δαπανών στα τρέχοντα επίπεδα μπορεί να θεωρηθεί επιτεύξιμος.
Ωστόσο, προστίθεται, κίνδυνοι για εκτροχιασμό των δημοσίων δαπανών εξακολουθούν να υφίστανται. Σημαντικότερη πηγή ανησυχίας αποτελούν οι Οργανισμοί Κοινωνικής Ασφάλισης (ΟΚΑ) και ειδικά το σκέλος που αφορά στη χρηματοδότηση του ΕΦΚΑ. Ειδικά για τις δαπάνες που αφορούν σε χρηματοδότηση των ΟΚΑ απαιτείται ιδιαίτερη προσοχή και δεν δικαιολογείται κανένας απολύτως εφησυχασμός.
Όσον αφορά στο σκέλος των εσόδων, η υπέρ-απόδοση για το 2016 οφείλεται κυρίως στην αύξηση εσόδων της γενικής κυβέρνησης λόγω αυξημένης απόδοσης των άμεσων-έμμεσων φόρων και ασφαλιστικών εισφορών. Εύλογα, σύμφωνα με το Δημοσιονομικό Συμβούλιο, προκύπτει το ερώτημα, εάν η υψηλή απόδοση των εσόδων θα διατηρηθεί τα επόμενα έτη: ποιο τμήμα δηλαδή, του πρωτογενούς πλεονάσματος προέρχεται από φορολογικά μέτρα μόνιμου χαρακτήρα, τα οποία αναμένεται να επιφέρουν ανάλογη δημοσιονομική απόδοση και τα επόμενα έτη και αντίστοιχα, ποιο τμήμα προέρχεται από παρεμβάσεις εφάπαξ απόδοσης. Και τέλος, ποιο τμήμα μπορεί να αποκτήσει μονιμότερο χαρακτήρα στο πλαίσιο βελτίωσης της παραγωγικότητας της φορολογικής διοίκησης.
Το Δημοσιονομικό Συμβούλιο εκτιμά ότι η πλειονότητα των μέτρων έχει μόνιμο χαρακτήρα και δύναται να αποδώσει εισπρακτικά, ώστε να διατηρηθεί η θετική πορεία των δημοσίων εσόδων που επιτεύχθηκε το 2016.
Σύμφωνα με τις προβλέψεις του ΜΠΔΣ, η πορεία του λόγου δημόσιου χρέους προς ΑΕΠ θα είναι διαρκώς μειούμενη, αγγίζοντας το 149% το 2021. Η μείωση αυτή οφείλεται κατά μεγάλο μέρος στην πρόβλεψη για διατηρούμενους ρυθμούς μεγέθυνσης του ΑΕΠ πάνω από 2% από το 2018 και πέρα. Το ονομαστικό δημόσιο χρέος εμφανίζεται να έχει αθροιστική μείωση συνολικού ύψους 3,7 δισ. ευρώ ή κατά 1,2% σε σύγκριση με τα μέγιστα επίπεδα, στα οποία προβλέπεται να φθάσει κατά το τρέχον έτος (319,7 δις. ή 176,4% σε σύγκριση με το ΑΕΠ).
Οι επενδύσεις από την πλευρά τους, αναμένεται να αποτελέσουν την κινητήρια δύναμη στην αύξηση του ΑΕΠ, αφού προβλέπεται μεγάλη άνοδος, με πραγματικούς ρυθμούς αύξησης που θα ξεπεράσουν το 10% το 2018 και το 2019, ενώ θα διατηρηθούν σημαντικά υψηλοί και τα υπόλοιπα χρόνια του προγράμματος (μέσα επίπεδα αύξησης 9,8% ετησίως).
Όπως επισημαίνεται από το Δημοσιονομικό Συμβούλιο, το σενάριο των μεσοπρόθεσμων μακροοικονομικών εξελίξεων της περιόδου 2017- 2021 στηρίζεται στις εξής αρχικές παραδοχές:
- Κλείσιμο της 2ης αξιολόγησης και ομαλή ολοκλήρωση του ισχύοντος προγράμματος. – Διατύπωση δεσμευτικής πολιτικής απόφασης για το πλέγμα και το χρονοδιάγραμμα των μεσοπρόθεσμων μέτρων που θα καθιστούν μακροχρόνια διαχειρίσιμο το δημόσιο χρέος.
- Ένταξη του τραπεζικού συστήματος στις ρυθμίσεις του προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ.
Υπό τις ανωτέρω σωρευτικές προϋποθέσεις, οι θετικές προσδοκίες που είναι ήδη έκδηλες στα μηνύματα των αγορών, σε συνδυασμό με την ομαλή από πλευράς γεωπολιτικών παραμέτρων εξέλιξη της τουριστικής περιόδου, δύνανται να ωθήσουν την ελληνική οικονομία στο πέρασμα από τη φάση στασιμότητας σε μια φάση σθεναρής ανάκαμψης. Κατ’ ακολουθία, μια διατηρήσιμη ενίσχυση της οικονομικής δραστηριότητας μέχρι τα τέλη του έτους μπορεί να διορθώσει τις έως σήμερα αντιφατικές μακροοικονομικές επιδόσεις και να ωθήσει την οικονομία σε σχετικά ικανοποιητικούς ρυθμούς μεγέθυνσης για το 2017. Η έκταση του δυναμισμού με τον οποίο θα αντιδράσει η οικονομία στο δεύτερο εξάμηνο του έτους, θα συμβάλει αποφασιστικά σε σημαντική ενίσχυση των ρυθμών μεγέθυνσης του επόμενου έτους.
Πάντως, η επίτευξη των στόχων για το ερχόμενο και τα επόμενα έτη, συναρτάται στενά, εκτός από τις δημοσιονομικές επιδόσεις της χώρας και με συνθήκες σταθερότητας και σχετικής ανάκαμψης σε ευρωπαϊκή κλίμακα, παρά τους κλυδωνισμούς που αναμένεται να προξενήσουν οι διαδικασίες εξόδου του Ηνωμένου Βασιλείου από την ΕΕ και η ενδεχόμενη άνοδος των τιμών του πετρελαίου.
Στα συμπεράσματα της αξιολόγησης του ΜΠΔΣ, αναφέρεται ότι οι αισιόδοξες εκτιμήσεις που αποτυπώνονται στο Μεσοπρόθεσμο για τη σημαντική αύξηση των επενδύσεων στην πενταετία 2017-2021 προϋποθέτουν σταθεροποίηση των προσδοκιών, σημαντική βελτίωση του επενδυτικού και επιχειρηματικού κλίματος, υλοποίηση του προγράμματος αποκρατικοποιήσεων, επιστροφή σε ομαλές συνθήκες λειτουργίας του τραπεζικού συστήματος και φυσικά άρση των περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων. Πολλές από αυτές τις προϋποθέσεις παραμένουν σήμερα ως «ζητούμενα» – και με αυτήν την έννοια, οι εκτιμήσεις για διατηρήσιμους ρυθμούς μεγέθυνσης της τάξης του 2,4% ετησίως κρίνονται αισιόδοξες. Στον βαθμό που δεν επιτευχθούν οι εκτιμώμενοι ρυθμοί μεγέθυνσης, οι δημοσιονομικοί στόχοι ενδεχομένως δεν θα είναι επιτεύξιμοι και θα καταστήσουν αναγκαία τη λήψη «διορθωτικών μέτρων». Ο.Ε.
localStorage.clear();
Πηγή