Δεν χρειάζεται να ψάξεις πολύ για να το βρεις. Από την αρχή του μικρού στενού της οδού Λεβέντη στο Κολωνάκι η μυρωδιά του φρεσκοαλεσμένου καφέ τρυπώνει στα ρουθούνια σου και σου γεννά μια έντονη επιθυμία για καφέ.
Ο λόγος για το Καφεκοπτείο Μισεγιάννη που συμπληρώνει κάτι περισσότερο από έναν αιώνα ζωής από τότε που ο Γεώργιος Μισεγιάννης, ένας νέος έμπορος από την Μικρά Ασία άνοιξε, το 1914, ένα μοντέρνο μαγαζί στη Σκουφά 3, που έμελλε να μάθει στους Αθηναίους να πίνουν γαλλικό και αμερικάνικο καφέ, τροφοδοτώντας παράλληλα και τα μεγαλύτερα ξενοδοχεία της πρωτεύουσας.
Στα μέσα της δεκαετίας του ’50, ο γιος του Γιώργου Μισεγιάννη Μιχάλης, έχοντας ολοκληρώσει τις σπουδές του μπαίνει και επίσημα στην επιχείρηση. Στις δεκαετίες του ’60, του ’70 και του ’80 το Καφεκοπτείο Μισεγιάννη είναι από τα πρώτα που παρασκευάζουν καφέ ειδικά για εσπρέσσο, τροφοδοτώντας τις καφετέριες και τα μπαρ της περιοχής και όχι μόνο και είναι ο πρώτος στην Ελλάδα που εισάγει την νέα μόδα των αρωματισμένων καφέδων από την Νέα Υόρκη το 1990.
Από το 1972 μέχρι και σήμερα η επιχείρηση βρίσκεται σε ιδιόκτητο κατάστημα στην οδό Λεβέντη 7.
Όλη η Αθήνα έχει περάσει από εδώ. Και ο Γιώργος Μισεγιάννης, ο εγγονός, θυμάται κάποιους αλλά κυρίως έχει ακούσει για πολλούς από τον πατέρα του που δυστυχώς έφυγε πριν ένα μήνα από τη ζωή. «Ο πατέρας μου ήταν το σημείο αναφοράς για τους πελάτες μας. Έμπαιναν μέσα και περίμεναν να τον δουν».
Λογοτέχνες, ηθοποιοί, θρυλικά ονόματα του κινηματογράφου και του θεάτρου, και ποιος δεν έχει περάσει από το θρυλικό καφεκοπτείο: Άγγελος Τερζάκης, Καραγάτσης, Μυριβήλης, Μάριος Πλωρίτης, Κώστας Βάρναλης, Άγγελος Σικελιανός, όλοι τους έπιναν καφέ «Μισεγιάννη». Ο Μάνος Κατράκης, η Μάρθα Καραγιάννη, ο Νίκος Ρίζος, είναι μόνο μερικά από τα μεγάλα ονόματα του κινηματογράφου και του θεάτρου, που περνούσαν από εδώ, ενώ ο Μάνος Χατζηδάκις αγόραζε πάντα τον μαύρο καφέ του.
«Ο Μάνος Χατζιδάκις αγόραζε μαύρο ελληνικό καφέ. Ακόμα και στον “Μαγεμένο Αυλό” που πήγαινε και έτρωγε και στη συνέχεια έπινε εσπρέσσο τους έλεγε: “από τον Μισεγιάννη να παίρνετε”» μας λέει ο Γιώργος Μισεγιάννης, ο νεότερος.
Τρεις γενιές μετά, το καφεκοπτείο δεν ξεχνά την παράδοση και παραμένει ένα κατάστημα όπου ο καφές χαρμανιάζεται, καβουρδίζεται, κόβεται και πωλείται στον ίδιο χώρο. Για τον Γιώργο Μισεγιάννη και τους δύο ακόμα υπαλλήλους, όλα αυτά είναι μια ιεροτελεστία.
«Σπούδασα χημικός μηχανικός στο Πολυτεχνείο, δούλεψα στη βιομηχανία αλλά μετά κάποια στιγμή το 1996-1997 αποφάσισα να έρθω στο μαγαζί, ήταν και η ώρα του πατέρα μου να βγει στη σύνταξη. Ο πατέρας μου δεν με πίεσε ποτέ να αναλάβω την επιχείρηση, μέσα του το ήθελε βέβαια. Μετά σκέφτηκα “μία επιχείρηση με τέτοια ιστορία πώς να την αφήσεις”» μας διηγείται.
Τη συζήτησή μας διακόπτει το τηλέφωνο που χτυπάει ασταμάτητα από τους ψαγμένους και πιστούς πελάτες που ξέρουν ακριβώς τι θέλουν. Πολλούς από αυτούς τους αποκαλεί με το μικρό τους όνομα και ξέρει την παραγγελία τους από πριν: «Τα γνωστά, ¼ ελληνικό ξανθό» τον ακούω να λέει.
Η πελατεία είναι σταθερή εδώ και χρόνια, συνέχεια όμως προστίθενται και καινούργιοι πελάτες. Οι περισσότεροι θυμούνται ότι στο καφεκοπτείο Μισεγιάννη τους έφερναν οι γονείς ή οι παππούδες τους. Οι μεγάλοι ψώνιζαν καφέ και οι μικροί καραμέλες. Καραμέλες όλων των ειδών υπάρχουν ακόμα όπως και μία μεγάλη ποικιλία από σοκολάτες, μαρμελάδες, γλυκά του κουταλιού και ποικιλίες τσαγιού. Αλλά ο καφές είναι εκείνος που κλέβει πάντα την παράσταση.
Τι καφέ πίνετε; τον ρωτάμε. «Πίνω από όλους, εκτός από στιγμιαίο. Το πρωί πίνω ελληνικό, το μεσημέρι έναν εσπρέσο. Το απόγευμα εάν είμαι σπίτι πίνω γαλλικό».
Η κρίση σας έχει επηρεάσει;
«Ο καφές δεν είναι κάτι πολύ ακριβό. Πόσο να καταναλώσει ένα νοικοκυριό; Ένα κιλό καφέ το μήνα και να δώσει 15-20 ευρώ; Δεν είναι πάρα πολύ ακριβός να τον στερηθείς. Οι περισσότεροι παίρνουν καφέ από έξω και τους στοιχίζει πολύ πιο ακριβά από το να τον φτιάξουν. Η ποιότητα του καφέ και οι προσωπικές σχέσεις έχουν κρατήσει το μαγαζί. Έχουμε πιστούς πελάτες, έχουμε ποικιλίες που δεν τις βρίσκεις αλλού όπως καφέ Υεμένης. Υπάρχουν και καινούριοι πελάτες. Έρχεται πελάτης και λέει “θέλω κάτι ιδιαίτερο” του προτείνω, τον δοκιμάζει κι αυτό είναι, μετά μπορεί να κολλήσει» μας λέει και συνεχίζει: «Οι καφετέριες είναι πελάτες δύσκολοι, κακομαθημένοι θέλουν πολλά και είναι διατεθειμένοι θα δώσουν λίγα. Άμα φτιάξεις τον ελληνικό με την μηχανή του εσπρέσο δεν είναι πια ελληνικός».
Καφές από τη Γουατεμάλα, από την Κόστα Ρίκα, από την Αιθιοπία, από τη Νικαράγουα, από την Κένυα. Καφές οργανικός από το Μεξικό, σκούρος και ξανθός από την Κολομβία, σπάνιος από την Υεμένη.
Αρωματικός καφές φίλτρου σε όλες τις γεύσεις που μπορεί κανείς να ονειρευτεί: βανίλια, βανίλια-φουντούκι, αμαρέττο, σοκολάτα, macadamia, σοκολάτα-πορτοκάλι, Irish cream, cookies, κανέλλα, ροδάκινο, ρούμι, μέντα, kahlua, σοκολάτα-αμύγδαλο, φουντούκι και πολλοί ακόμα. Και, φυσικά ελληνικός καφές.
Το μάτι μας πέφτει σε ένα μπλε σακουλάκι και τον ρωτάμε για την προέλευση του…
«Είναι ένας ακριβός καφές. Είναι από την Τζαμάικα, βγαίνει σε πολύ μικρή παραγωγή και επειδή το μεγαλύτερο ποσοστό της παραγωγής το δεσμεύσει η Ιαπωνία μένει πολύ μικρή ποσότητα για τον υπόλοιπο κόσμο. Τον εισάγουμε αποκλειστικά, είναι σφραγισμένος, είναι κόκκος μέσα».
«Αυτός είναι ο Kopi Luwak, είναι από την Ινδονησία και προκύπτει από τους καρπούς καφέ που έχουν φάει τα ζώα και οι οποίοι στη συνέχεια εξέρχονται ως περιττώματα μέσω του πεπτικού τους συστήματός. Είναι ο πιο ακριβός καφές. Κοστίζει 48 ευρώ το 1/8 του κιλού. Έχουν πιστούς πελάτες αυτοί οι καφέδες».
Ο σημερινός ιδιοκτήτης δεν είναι αντίθετος στους νεωτερισμούς αλλά ποτέ δεν κάνει εκπτώσεις στην ποιότητα:
«Δεν θέλουμε να εγκαταλείψουμε και τα παλιά αλλά ό,τι είναι καινούριο το είμαστε σε όλα ανοιχτοί. Αυτό που ποτέ δεν εγκρίναμε και δεν θα το προτείνω ποτέ σε πελάτη είναι ο στιγμιαίος καφέ. Είναι θέμα υγείας. Επίσης δεν μας άρεσε και σαν εξέλιξη η μόδα με τις κάψουλες. Έχουμε φτιάξει βέβαια και δικές μας αλλά δεν είναι κάτι που το προτείνω στους πελάτες».
Πηγή